Ένα άλογο υποτιμούσε διαρκώς μια ζέβρα κι έναν γάιδαρο που μαζί τα ‘ψέλναν σ’ αυτό το υπεροπτικό πλάσμα. «Μήτε ένα βλέμμα δεν καταδέχεται προς το μέρος μου να ρίξει, το υπερήφανο. Σάμπως κι εγώ περισσή δύναμη δε διαθέτω σαν και του λόγου του;», μαινόταν, η ζέβρα. «Γιατί, εμένα, ζέβρα μου», βογγούσε κι ο γάιδαρος, «που όποτε το βλέμμα του καταδεχθεί να κατεβάσει, όλο και κάτι προσβλητικό θα πει, ώστε την ταπεινή καταγωγή μου να τονίσει;».

Ώσπου μια μέρα το άλογο κοίταξε τα εύρωστα άκρα της ζέβρας και της είπε: «Ω, ζέβρα, για τόσο γρήγορη ποτέ δε σε είχα λογαριάσει». Η ζέβρα τότε σαν να άρχισε να συμπαθεί το υπερήφανο άλογο και όταν, μάλιστα, ο δόλιος ο γάιδαρος πήγε να της εκφράσει το παράπονό του, επειδή το άλογο τού ‘πε το γκάρισμά του να σταματήσει, εκείνη αποκρίθηκε στον αλλοτινό της σύμμαχο: «Πόσο φορτικός γίνεσαι, γάιδαρε, όταν μου αραδιάζεις όλο τα ίδια και τα ίδια για το άλογο». Κι έτσι, λοιπόν, εμβρόντητος ο γάιδαρος έπαψε πια να μοιράζεται με τη ζέβρα τη δυσαρέσκειά του.

Σαν αυτήν τη ζέβρα, λοιπόν, κι εμείς καμιά φορά δίνουμε το δικαίωμα σε κάποιον να συζητά μαζί μας ορισμένα ζητήματα, μα αργότερα, όταν πάψουν να μας απασχολούν προσωπικά, το θεωρούμε θράσος εκ μέρους του, να συνεχίσει να τα αναφέρει.

Καταρχάς, η ζέβρα όταν και η ίδια ήταν πληγωμένη απ’ το άλογο, έκανε πως καταλάβαινε το παράπονο του γαϊδάρου. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως αποδείχτηκε αργότερα, διόλου δεν τον συμπονούσε, μα απλώς τη συνέφερε να βγάζει μαζί του το άχτι της, ώστε οι έχθρες τους να μεγαλώνουν την αδιαμφισβήτητη υπεροψία του αλόγου. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, δε συμμεριζόμαστε στ’ αλήθεια τον πόνο του άλλου όταν τον ενθαρρύνουμε και αργότερα αφού αποκαταστήσουμε εμείς την έχθρα, του απαγορεύσουμε να κάνει λόγο για το θέμα που άλλοτε μοιραζόμασταν. Απλώς ικανοποιούμαστε με το να ισοπεδώνουμε με διπλές κατηγορίες τον κοινό εχθρό.

Επιπλέον, όταν αφαιρούμε το δικαίωμα από κάποιον να μιλά για ζητήματα που κάποτε με μένος μαζί αποδοκιμάζαμε, επειδή εμείς έχουμε απαλλαγεί απ’ αυτά, δείχνουμε πως θεωρούμε τους εαυτούς μας ανώτερους, αφού μόνο το να πειράζουν εμάς είναι αξιόμεμπτο, ενώ αν ενοχλούν τους άλλους δεν έγινε και κάτι σοβαρό. Ουδέποτε, δηλαδή, θα σκοτιζόμασταν να ακούσουμε το πρόβλημά τους, αν εκείνος που το προκάλεσε δεν ήταν και δικός μας εχθρός.

Τέλος, όταν μεμφόμαστε κάποιον που συνεχίζει να συζητά μαζί μας για ένα ζήτημα που κάποτε μας αφορούσε, μα που αργότερα έπαψε να μας απασχολεί, δείχνουμε πόσο εύκολα εξαγοραζόμαστε. Δηλαδή, η ζέβρα, με έναν καλό λόγο του αλόγου, που άλλοτε περισσή περιφρόνηση εξαπέλυε προς αυτήν, έπαψε αμέσως να συμμερίζεται την πίκρα του γαϊδάρου, που τόσο της στάθηκε και την ενθάρρυνε όταν αυτό το πλάσμα την πλήγωνε.

Κι έτσι, λοιπόν, η ζέβρα ολοένα έβρισκε πιο φορτικό τον γάιδαρο, όσο η σχέση της με το άλογο εξομαλυνόταν. Μέχρι που μιαν ημέρα, όταν μαζί κάλπαζε με το άλογο, γύρισε και της είπε: «Θαρρείς πως όμοιά μου έγινες ζέβρα, επειδή λίγο απ’ τη μέρα μου στο ταπεινό πλάι σου περνώ;». Η ζέβρα, τότε, έξαλλη, έψαξε να βρει τον αλλοτινό της σύντροφο για να μοιραστεί και πάλι το παράπονό της. Κι αντί να της κλείσει την πόρτα, ο γάιδαρος, της είπε στοργικά: «Πάψε, ζέβρα μου, γι’ αυτό το πλάσμα ξανά να πονάς».

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.