Δέκα δευτερόλεπτα. Αυτό είναι το διάστημα που χρειάζεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος για να κατασταλάξει όσον αφορά στην πρώτη εντύπωση που θα δημιουργήσει για κάποιον άλλο, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες πάνω στο θέμα.

Το στυλ, τα ρούχα, η γλώσσα του σώματος, το χαμόγελο, ίσως ακόμα και το άρωμα είναι αρκετά για να μας υπαγορεύσουν αν το πρόσωπο που έχουμε απέναντί μας είναι άξιο της προσοχής μας ή όχι. Δε χρειάζεται να ανταλλάξουμε κουβέντες, να παρατηρήσουμε συμπεριφορές ή να πληροφορηθούμε για το ποιόν του άλλου προτού τον κρίνουμε. Προφανώς, αυτή η διαδικασία γίνεται αυτόματα και αυθόρμητα, βάσει της εξωτερικής του εμφάνισης.

Νομίζω πως ο «κανόνας των δέκα δευτερολέπτων» παραείναι ρηχός για να τον αποδεχτούμε. Πώς είναι δυνατόν, σε μια τόσο προοδευτική εποχή, να βασιζόμαστε τόσο πολύ στα είδωλα και τις εικόνες; Όλοι μας, άλλωστε, δηλώνουμε υπέρμαχοι της σημασίας και της ομορφιάς του εσωτερικού μας κόσμου, υπερασπίζοντας πως αυτός είναι που μετράει περισσότερο. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε πως, στην πραγματικότητα, η πράξη απέχει τόσο πολύ από τις θεωρίες μας;

Ρίχνοντας μια δεύτερη, ίσως πιο ψύχραιμη, ματιά πάνω στο θέμα, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει πως ο κανόνας αυτός δεν είναι και τόσο αβάσιμος όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Πόσες φορές δε διακρίναμε κάποιον άγνωστο στο δρόμο, να περπατά ανάμεσα στο πλήθος και να μας εντυπωσιάζει με τον αέρα ή την αύρα που εκπέμπει; Πόσες φορές δε νιώσαμε μια πρωτοφανή έλξη προς κάποιον που μετά βίας γνωρίζαμε, χωρίς να έχουμε δώσει στον εαυτό μας τον χρόνο να επεξεργαστεί λογικά το σύνολό του και να λάβει μια σοβαρή απόφαση για τα συναισθήματά μας για αυτόν; Ακόμα και για να γνωρίσεις ένα ερωτικό ενδιαφέρον, άλλωστε, οφείλεις να γοητευτείς με κάποιον τρόπο πρώτα απ’ αυτό. Και το συγκεκριμένο γεγονός, τις περισσότερες φορές, δεν απαιτεί περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα.

Εκτός αυτού, όμως, ο «κανόνας των δέκα δευτερολέπτων» δε μιλάει καθόλου για τα πρότυπα ομορφιάς ή την ανάγκη ακολουθίας τους. Το μόνο που παρατηρεί είναι πως ο μέσος άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί το κατά πόσο ταιριάζει με κάποιον άλλο εύκολα και απλά, χωρίς να χρειάζεται τη λογική ή την υπερανάλυση που συνηθίζει να συμβουλεύεται για να το αποφασίσει. Κι ενώ στις μέρες μας είναι αρκετά προφανές το τι θεωρείται απ’ τους πολλούς ωραίο και τι όχι, η ομορφιά ποτέ δεν παύει να διατηρεί τον υποκειμενικό χαρακτήρα της, ο οποίος έχει θεμέλια ριζωμένα στο αληθινό «είναι» του καθενός.

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, πως, στην πραγματικότητα, το στιλ ή το ντύσιμο ή η γλώσσα του σώματος ή ακόμα και το άρωμα του καθενός από εμάς αντανακλά, σε ένα μικρό ή ένα μεγάλο βαθμό, τον εσωτερικό μας κόσμο, καθιστώντας ένα κομμάτι του εαυτού μας διαφανές και προφανές σε όλους, τότε ίσως αυτός ο κανόνας που συζητάμε να μην είναι και τόσο επιφανειακός όσο νομίζαμε.

Ίσως αυτά που ενστικτωδώς παρατηρούμε σε κάθε άνθρωπο που συναντούμε να είναι στοιχεία που υποδηλώνουν κάτι που ψάχνουμε στον χαρακτήρα του ή στο lifestyle του, στοιχεία που θα μας υπαγορεύσουν το κατά πόσο αυτό το άτομο ταιριάζει στις προδιαγραφές που έχουμε στο μυαλό μας για τον περιστασιακό ή -εν δυνάμει- μακροχρόνιο σύντροφό μας. Ίσως, όταν οι άνθρωποι μιλούν για την εμφάνιση που τους ελκύει ή τους αποκρούει, να αναφέρονται καθαρά σε αυτό: στο κομμάτι του χαρακτήρα που ο καθένας επιλέγει να «διαφημίσει».

Δεν είναι άγνωστο, άλλωστε, πως όλοι μας τείνουμε να φροντίζουμε την εμφάνισή μας για να ικανοποιήσουμε σε ένα μικρό επίπεδο και το κομμάτι του εαυτού μας που αποζητά την επιβεβαίωση των γύρω μας. Όπως και να το κάνουμε, ως άνθρωποι είμαστε όντα κοινωνικά που, όσο κι αν εκτιμούμε και αναγνωρίζουμε την προσωπική αξία μας, τρεφόμαστε από τις συμπάθειες που κερδίζουμε στην καθημερινότητά μας. Πέρα από τις κοινωνικές μας δεξιότητες, λοιπόν, βρίσκουμε -υποσυνείδητα- τρόπους να «κερδίζουμε» τους ανθρώπους που μας ενδιαφέρουν και με άλλα μέσα, πιο πλάγια και διακριτικά, όπως το ντύσιμό μας, τα αξεσουάρ μας, το βλέμμα μας, οι κινήσεις μας, το περπάτημά μας, το άρωμά μας.

Είναι στη φύση μας να τονίζουμε τα αγαπημένα μας χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να μπορέσουν όλοι να τα θαυμάσουν μαζί μας, ή να προβάλλουμε περισσότερο τα κομμάτια της ζωής μας για τα οποία είμαστε πιο περήφανοι, όπως τα χρήματα, το γούστο ή την ομορφιά μας.

Αυτό, βέβαια, δε θα έπρεπε να είναι ούτε κακό ούτε κατακριτέο. Είναι μόνο φυσικό, και, όπως είπαμε, δεν είναι και τόσο επιφανειακό όσο νομίζαμε. Αν κάποιο κρυφό σημείο του εγκεφάλου μας γνωρίζει ενδόμυχα πως κρίνουμε και κρινόμαστε από τα δέκα κιόλας πρώτα δευτερόλεπτα της αλληλεπίδρασής μας με κάποιον άλλο, κι αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα το μόνο που προλαβαίνουμε στ’ αλήθεια να δείξουμε για να παρουσιάσουμε μια σύνοψη της προσωπικότητάς μας στους γύρω μας είναι η εμφάνισή μας, είναι λογικό να φροντίζουμε να σκιαγραφούμε πάνω της εμάς τους ίδιους, με την ελπίδα να περάσουμε τα μηνύματα που θέλουμε στα άτομα που συναντάμε.

Κι εδώ θα ήταν καλό να παραθέσω και μια συμβουλή που είχα ακούσει πριν χρόνια και θαρρώ πως ταιριάζει άψογα στην περίσταση: «Ποτέ μην κατσουφιάζεις. Κάποιος μπορεί να ερωτευτεί το χαμόγελό σου».

 

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου