Ανάμνηση. Αν μπορούσαμε να δώσουμε τα συστατικά από τα οποία αποτελείται, όσα κι αν θα πρόσθετε ο καθένας, τα δυο βασικά θα λέγαμε πως είναι η νοσταλγία και η συγκίνηση. Η νοσταλγία έχει να κάνει με τη θύμηση εκείνων των στιγμών που κάποτε έζησες και ίσως να μην ξαναζήσεις. Κι αν τις ξαναζήσεις, ξέρεις πως δε θα είναι το ίδιο. Εκεί προσθέτουμε και την συγκίνηση. Εκείνο το συναίσθημα, τη γλυκιά μελαγχολία που σου προκαλεί αυτή η θύμηση. Η ανάμνηση.

Συγκινούμαστε λοιπόν για κάτι που νιώσαμε, για κάτι που ζήσαμε. Κι όσο πιο δυνατό ήταν αυτό που νιώσαμε ή που ζήσαμε, τόσο πιο έντονη είναι και η συγκίνηση που μας προκαλεί. Συγκινούμαστε για κάτι που κάποτε έγινε και θυμόμαστε ακόμα. Κι ας πέρασε καιρός πολύς από τότε. Μια χαμένη φιλία. Μια τελειωμένη αγάπη. Κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί πως ένας φίλος ή ένας έρωτας θα μείνει για πάντα. Πολλές φιλίες, πολλοί έρωτες έχουν κάποτε προδιαγεγραμμένο τέλος. Απλώς εμείς δεν το ξέρουμε. Επενδύουμε επάνω τους. Δίνουμε. Και παίρνουμε, βέβαια, ας μην ψάξουμε να βρούμε θύτες και θύματα. Κάποτε όμως, για κάποιους λόγους που ίσως και να μη μάθουμε ποτέ, έρχεται η ημερομηνία λήξης. Η φιλία απλώς χάνεται και ο έρωτας μοιραία πεθαίνει. Τα πρώτα αισθήματα; Θλίψη, απογοήτευση, ίσως και κάποια οργή. Αδυνατούμε να δεχθούμε πως τελείωσε. Αναζητούμε απεγνωσμένα εκείνο το κουμπάκι στον εγκέφαλό μας που το πατάς και με έναν τρόπο μαγικό, σταματάς να θυμάσαι. Έλα όμως που τέτοιο κουμπάκι δεν υπάρχει.

Περνάει ο καιρός και αργά η γρήγορα αποδεικνύεται το διαχρονικό κλισέ πως είναι ο καλύτερος γιατρός. Τα αρνητικά συναισθήματα αρχίζουν και καταλαγιάζουν. Δίνουν τη θέση τους στη γαλήνη και τη νοσταλγία. Αυτό που χάθηκε γίνεται κάτι που κάποτε ζήσαμε και νοσταλγούμε. Κάτι που ποτέ δε θα ξεχάσουμε. Γίνεται μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση που μπορεί να είναι σε λήθαργο μετά την επούλωση των τραυμάτων στο πέρασμα του χρόνου, πάντα όμως έτοιμη να ξυπνήσει στο παραμικρό ερέθισμα. Μια ξεχασμένη φωτογραφία, ένα τραγούδι που έχει συνδεθεί με κάποιες στιγμές από το παρελθόν, ακόμα και το άκουσμα ενός ονόματος. Και ασυναίσθητα για κάποια λίγα δευτερόλεπτα -που όμως στον δικό μας χρονοχώρο μοιάζουν τουλάχιστον με ώρες- παγώνουμε. Ανακαλούμε στιγμές που κάποτε ζήσαμε και δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να ξεχάσουμε. Η καρδιά ανεβάζει ρυθμούς και τα μάτια αρχίζουν να γεμίζουν. Η πικρία και η οργή του πρώτου καιρού δεν υπάρχουν πια. Κάπου εδώ μπορούμε άφοβα πλέον να παραδεχθούμε πως έχουμε συγκινηθεί. Κι αυτό ξέρεις, δεν είναι κακό. Ούτε αδυναμία. Είναι όμορφο συναίσθημα η συγκίνηση. Γιατί είναι η απόδειξη πως αυτό που νιώσαμε ήταν και είναι αληθινό. Τι κι αν έχει πια περάσει; Τι κι αν δεν είναι το ίδιο με αυτό που είχαμε νιώσει τότε; Και πόσο δύναμη θέλει αλήθεια ώστε κάτι που κάποτε μας πλήγωσε, να κατορθώσουμε και να το μετατρέψουμε σε μια όμορφη ανάμνηση που μόνο αγνά συναισθήματα ξυπνάει, όπως αυτό της συγκίνησης.

Πόσο δυνατή είναι τελικά η συγκίνηση. Πόσο έντονα, αλλά και αληθινά συναισθήματα μπορεί να κρύβει. Λες και μέσα σε ένα δάκρυ της καθαρίζονται όλα εκείνα τα άσχημα που σημάδεψαν μια θύμηση. Είναι λες και μέσα σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που κόβεται η ανάσα ξαναζείς όλες τις όμορφες στιγμές που κάποτε έζησες με κάποιον άνθρωπο. Γιατί τελικά ό,τι σε συγκινεί δε σε αφήνει να το ξεχάσεις. Ό,τι σε συγκινεί δε θέλεις να το ξεχάσεις.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.