Η μέρα τελειώνει. Η μπαταρία σου αρχίζει και χτυπάει κόκκινο. Κάθεσαι στο μισοσκόταδο. Βάζεις ραδιόφωνο, αν είσαι της παλιάς σχολής, ή ανοίγεις laptop και πληκτρολογείς “youtube”, αν δεν. Κερνάς τον εαυτό σου ένα κρασί. Ή, καμιά φορά, και δύο. Τρία ίσως, γιατί όχι; Θέλεις να χαλαρώσεις απ’ το τρέξιμο της μέρας. Ν’ αδειάσεις απ’ την πίεση της δουλειάς, απ’ το άγχος της σχολής. «Εκλιπαρείς φανατικά λίγη γαλήνη», όπως έγραψε σε ένα στίχο του κι ο αείμνηστος Θάνος Ανεστόπουλος (Διάφανα Κρίνα). Κι όμως. Ξέρεις ότι τώρα αρχίζει το δύσκολο κομμάτι της μέρας. Το ραντεβού με τις σκέψεις σου, τον βασανιστή σου. Νύχτωσε∙ πρέπει να υποφέρεις.

Πλέον το σώμα σου και το μυαλό σου βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση. Εκεί που το ένα αδυνατεί, το άλλο αρχίζει κι ανεβάζει στροφές. Και μάντεψε ποιος κερδίζει. Μπορεί να μην έχεις αντοχή να πάρεις τα πόδια σου. Μέχρι κι ο αναπτήρας, για να ανάψεις ένα τσιγάρο ακόμα –το τελευταίο;– ζυγίζει πεντακόσια κιλά. Όμως ο Μορφέας σε προσπερνά επιδεικτικά. Σε αφήνει έρμαιο στα χέρια της Μνημοσύνης. Τι κι αν το επόμενο πρωί πρέπει να ξυπνήσεις με τα κοκόρια; Τι κι αν η δουλειά σου ποτέ δεν τελειώνει; Τι κι αν το μάθημα που δίνεις αύριο πρέπει πάση θυσία να το περάσεις; Στο ραντεβού με τις σκέψεις σου είσαι Εγγλέζος.

Φέρνεις στο μυαλό σου τα πιο αρνητικά σενάρια. Όλα αυτά που σε κάνουν να υποφέρεις και μόνο στην ιδέα. Φαντάσου, λέει, να ήσουν αόρατος κι όλα αυτά να τα παρακολουθούσες. Τον κολλητό σου να ‘ναι σε άλλη παρέα και να μην μπαίνει καν στον κόπο να βρει ένα ψέμα για να δικαιολογηθεί που δεν απάντησε στην κλήση σου. Τον συνάδελφό σου που, ενώ θα μπορούσε να σε βοηθήσει, προτίμησε να κάνει τον Κινέζο, για να μη χρειαστεί να κάτσει πέντε ολόκληρα λεπτά παραπάνω στη δουλειά. Τον συμφοιτητή σου που, ενώ μπορούσε, δεν έκανε λίγο δεξιά την κόλλα του, ώστε να δεις εκείνη τη λέξη που κόλλησε στο μυαλό σου και δεν μπορούσες να απαντήσεις στο θέμα της εξέτασης. Τον πατέρα σου, που, ενώ έφυγε απ’ τη ζωή πριν χρόνια, σου λείπει ακόμα, και πόσο, αλήθεια, θα άλλαζε κάποια απ’ τα κακώς κείμενα. Τον έρωτά σου. Τον άνθρωπο που επένδυσες επάνω του, ψυχή τε και σώματι, σε κάποια άλλη αγκαλιά. Τι να κάνει τώρα; Καλώς τα δέχθηκες, ο δήμιός σου (που δεν είναι άλλος απ’ το μυαλό σου) μόλις παρουσιάστηκε στο προκαθορισμένο σας ραντεβού.

Σου είπα πριν να φανταστείς πως είσαι αόρατος και παρακολουθείς να διαδραματίζονται μπροστά σου όλες οι μαύρες σου σκέψεις. Εντάξει, φίλε μου, με συγχωρείς. Μαλακία είπα. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως η πραγματική εικόνα να μην πονάει τόσο πολύ. Ίσως η φαντασία, ενίοτε, να ξεπερνάει την πραγματικότητα. Γιατί στο μυαλό σου, πολλές φορές, δίνεις στα πράγματα μεγαλύτερες διαστάσεις.

Έχεις και λίγο μαζοχισμό μέσα σου. Και ξέρεις, ε; Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να προσφέρεις στον τύραννό σου. Του κάνεις το έργο του πιο εύκολο. Αντί για εκατό, μπορεί να σε πονέσει και με πενήντα χτυπήματα. Ακόμη χειρότερα; Μπορεί να μη χρειαστεί καν να σε χτυπήσει. Να έρθει στο ραντεβού αλλά τελικά χωρίς λόγο. Γιατί εσύ φρόντισες από μόνος σου να πας σακατεμένος. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να ‘ρθει σε ένα ραντεβού που ούτως ή άλλως δεν πολυψηνόταν να πάει; Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτός δεν καιγόταν να έρθει. Εσύ επέμενες. Μετρούσες τις ώρες ώστε να νυχτώσει για να τον συναντήσεις. Ευχόμενος πως δε θα τον ξαναφωνάξεις. Πως αυτή είναι η τελευταία φορά. Κι ας πονέσεις.

Η ώρα πέρασε. Πρέπει να τελειώσεις το ραντεβού σου. Πρέπει να πας στο κρεβάτι σου για ύπνο. Ή στον καναπέ του σαλονιού, μιας κι η κρεβατοκάμαρα από τότε που έφυγε ο έρωτάς σου έχει γίνει απαγορευμένη ζώνη. Γιατί σε ‘κείνη την πλευρά του κρεβατιού νιώθεις ακόμα την παρουσία του. Βλέπεις τη μορφή του να ‘ναι εκεί και να κοιμάται και δε θέλεις να τον ξυπνήσεις. Και βαδίζεις παραπατώντας. Γιατί, τελικά, δε θυμάσαι πόσα κρασιά κέρασες τον εαυτό σου. Το μπουκάλι, πάντως, άδειασε.

Το πρωί σε περιμένει μια άλλη μέρα.  Μια καινούρια μέρα. Με την αναμενόμενη κούραση της δουλειάς, με τις σημειώσεις του επόμενου μαθήματος να σε περιμένουν να κάτσεις να διαβάσεις. Με όλο το τρέξιμο και τη ρουτίνα που ‘χει το κάθε επόμενο εικοσιτετράωρο. Και λες το κλισέ πως κάθε μέρα είναι και μια καινούρια ευκαιρία. Το ξέρω. Θα σκεφτείς πως αύριο αυτόν τον αλήτη τον βασανιστή δε θα τον καλέσεις. Πως θα τον στήσεις. Κι άσ’ τον να περιμένει. Ήδη, όμως, είσαι έτοιμος για το επόμενο ραντεβού. Γιατί θα ξανανυχτώσει. Κι εσύ θα πρέπει να υποφέρεις.

Τα λέμε αύριο, βασανιστή. Μην αργήσεις…

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη