Θεσσαλονίκη. Στο άκουσμα και μόνο του ονόματος της νύμφης του Βορρά, μια από τις πρώτες σκέψεις που σου έρχονται στο μυαλό, εκτός από τα τρίγωνα Πανοράματος, τις μπουγάτσες και τα γυράδικα, είναι αυτή της πιο αισθηματικής πόλης. Και μήπως δεν είναι έτσι; Από τη μια της άκρη ως την άλλη η πόλη αυτή λάμπει από έρωτα. Θέλεις ν’ ανέβεις στα Κάστρα; Όλη η Θεσσαλονίκη στα πόδια σου. Μια βόλτα στην παραλία; Από τη μια μεριά η θάλασσα που στο βάθος του ορίζοντα ενώνεται με τον ουρανό, από την άλλη στο φόντο ο Λευκός Πύργος. Ειδικά κάτι φθινοπωρινά απογεύματα. Ρομάντζο Βαρδάρης κι αλμύρα.

Πέρα όμως από τη ρομαντική πλευρά της Θεσσαλονίκης που της έδωσε αυτόν τον τίτλο, υπάρχει και μια πιο πρακτική, πιο ρεαλιστική ίσως εκδοχή για το πώς έφτασε στο να έχει αυτόν τον τίτλο. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ένα κομβικό λιμάνι ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή, πέρασμα ταξιδιωτών, εμπόρων ακόμη και στρατιωτών κατά τους Βαλκανικούς κυρίως αλλά και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλοι αυτοί οι περαστικοί από την πόλη είχαν παντός είδους ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιήσουν. Έτσι, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη όπως σε κάθε μεγάλο λιμάνι, τα σπίτια με το χαρακτηριστικό κόκκινο φωτάκι υπήρχαν σε αφθονία, πάντοτε έτοιμα να υποδεχθούν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλους αυτούς τους μοναχικούς ταξιδιώτες που τις νύχτες έψαχναν να βρουν μια τρυφερή συντροφιά. Πάντα με το αζημίωτο βέβαια.

Από την Τουρκοκρατία ακόμη, πολλοί Οθωμανοί Μπέηδες κι Αγάδες οικονομικά εύποροι, προκειμένου να προωθήσουν τα εμπορεύματά τους στην Ευρώπη, περνούσαν από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι στην πόλη ήδη είχαν ανοίξει τα πρώτα χαμάμ με ένα ύφος που έφερνε πιο πολύ σε χαρέμι, με τις κοπέλες να είναι πρόθυμες να προσφέρουν τις υπηρεσίες στους στους πλούσιους πελάτες τους. Πολύ αργότερα και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στη δυτική είσοδο της πόλης και στην πλατεία Βαρδαρίου. Λογικότατο και πρακτικότατο, καθώς χιλιάδες στρατιώτες περνούσαν από το σημείο εκείνο της πόλης ώστε να σταλούν στο μέτωπο του πολέμου. Τι καλύτερη συντροφιά γι’ αυτούς από ένα γυναικείο χάδι, ειδικά όταν γνώριζαν πως μπορεί και να μην επέστρεφαν ποτέ ζωντανοί; Έστω κι επί πληρωμή.

Η μεγάλη άνθηση όμως των κόκκινων φαναριών στη Θεσσαλονίκη έγινε το 1922, κάπου εκεί στη Μικρασιατική καταστροφή. Στην περιοχή των Λαδάδικων. Όπως μαρτυρά και η ονομασία, στην περιοχή υπήρχαν πολλά μαγαζιά κι αποθήκες που εμπορεύονταν λάδι. Στις κάμαρες που υπήρχαν στους ορόφους των καταστημάτων βρήκαν φθηνή στέγη πολλές κοπέλες αλλά και οικογένειες από τη Σμύρνη. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως πάντα η Θεσσαλονίκη δεχόταν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων.

Ερχόμενοι λοιπόν από τη Μικρά Ασία οι άνθρωποι αυτοί έφεραν μαζί και την κουλτούρα τους. Τον τρόπο ζωής τους. Τα πρώτα χασισοποτεία της πόλης. Πάντα υπό το άκουσμα της ρεμπέτικης μουσικής. Κοντά σ’ αυτά κι όλα τα υπόλοιπα. Με τις περιουσίες να μένουν πίσω στη Σμύρνη, η φτώχεια και η ανέχεια ήταν μεγάλη. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να βγουν τα προς το ζην. Πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους. Δεν ήταν λίγες οι κοπέλες που έπεφταν θύματα κακοποίησης από μεθυσμένους πελάτες, βαριά τραυματισμένες μέσα στα καλντερίμια των Λαδάδικων.

Δεν ήταν όμως και λίγες οι περιπτώσεις εκείνες που κάποιες από τις κοπέλες βρήκαν το δρόμο τους και έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Πόσα ειδύλλια δε δημιουργήθηκαν ανάμεσα σε πελάτες που έψαχναν τον αγοραίο έρωτα και τις ιέρειες αυτού. Ακόμα κι εκείνες, οι τσατσάδες. Δεν ήταν όλες φιλοχρήματες. Δεν πουλούσαν απλώς σάρκες για να κερδίσουν εύκολο χρήμα. Υπήρχαν πολλές από τις Μαντάμ που φρόντιζαν τα κορίτσια τους παρέχοντας στέγη, τροφή μέχρι και υγειονομικές εξετάσεις, ώστε να διασφαλίσουν την καλή υγεία των κοριτσιών τους. Κι άμα βρισκόταν κάποιο καλό παιδί, τα προίκιζαν και φρόντιζαν οι ίδιες να τα παντρέψουν, ώστε να ζήσουν κι αυτά μια κανονική και καλύτερη ζωή, σαν από ταινία.

Θεσσαλονίκη. Άνω Πόλη. Κάστρα. Ο έρωτας διάχυτος. Στον αέρα της πόλης σε κάθε της τετραγωνικό εκατοστό. Όλα αυτά που χαρίζουν στη Θεσσαλονίκη μας τον τίτλο της. Έλα όμως που δεν είναι μόνο τα ρομαντικά τοπία που συνηγορούν στο να έχει η Θεσσαλονίκη το στέμμα αυτό. Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η άλλη εκδοχή. Μη σε χαλάει. Μη σε τρομάζει. Ακόμη κι αυτή η άσχημη, η μελαγχολική αν θέλεις πλευρά κρύβει έναν ρομαντισμό ίσως πιο έντονο από τα ρομαντικά τοπία. Κάνε μια βόλτα ένα φθινοπωρινό βράδυ στα Λαδάδικα και θα το καταλάβεις.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου