Η ταμπέλα με τα led φωτάκια άναψε. Ο μπουφές με τα κεράσματα στήθηκε πλουσιοπάροχος και χαμογελαστοί σερβιτόροι έχουν πάρει θέση, έτοιμοι για να προσφέρουν τα κεράσματα στον πολυπληθή κόσμο που έχει μαζευτεί για τα εγκαίνια του νέου καταστήματος. Οι καλεσμένοι, καθώς και οι περαστικοί, με φωτισμένα τα πρόσωπά τους απολαμβάνουν τη στιγμή. Απολαμβάνουν τη γιορτή.

Μα τι είναι αυτό το νέο κατάστημα που ανοίγει; Κάποια γνωστή αλυσίδα γρήγορου φαγητού; Κάποιο υποκατάστημα εταιρίας κινητής τηλεφωνίας; Ό, τι κι αν είναι αυτό, εσένα δε σε πολυαπασχολεί. Στέκεσαι στον απέναντι δρόμο και χαζεύεις τη γιορτή. Γιατί εσένα δε σε ενδιαφέρει τι είναι αυτό το νέο κατάστημα που ανοίγει. Εσύ ξέρεις τι ήταν κάποτε αυτό το κατάστημα. Ήταν το στέκι σου.

Ποιος δεν είχε αλήθεια το δικό του στέκι; Από ένα μικρό και ζεστό καφέ, ένα ρομαντικό μπαράκι μέχρι και κάποιο κουτούκι, όλοι υπήρξαμε θαμώνες ενός τέτοιου μαγαζιού. Είτε μονάχοι, είτε με παρέα φίλων απολαύσαμε έναν καφέ για να σκοτώσουμε την ώρα μας. Ήπιαμε ένα ποτό στο ημίφως συνοδεία της αγαπημένης μας μουσικής, προσπαθώντας να βρούμε την άκρη ενός νήματος που κάπου στην πορεία είχαμε χάσει. Αδειάσαμε ένα ολόκληρο αποστακτήριο υπό τους ήχους ρεμπέτικων ακουσμάτων που εκτελούσε κάποιο ερασιτεχνικό μουσικό σχήμα δυο ή τριών εγχόρδων, έτσι για να γλεντήσουμε τη χαρά μας ή να πνίξουμε τον πόνο μας.

Το συναίσθημα μαγικό. Από τη στιγμή που περνούσες την πόρτα, ένιωθες πως έμπαινες σε ένα δεύτερο σπίτι σου. Ήξερες την κάθε γωνιά του χώρου καλύτερα κι από την τσέπη σου. Που να κάτσεις για να δροσιστείς αν έχει ζέστη, σε ποια γωνία νιώθεις καλύτερα τη ζέστη αν είναι χειμώνας. Ακόμη κι εκείνο το ύπουλο σκαλοπατάκι που σκόνταψες αρκετές φορές πηγαίνοντας στην τουαλέτα, μέχρι να το μάθεις και πλέον να το περνάς μέχρι και με κλειστά μάτια. Και τώρα σου φαίνεται τόσο αστείο όταν κάποιος ανυποψίαστος πηγαίνει και σκουντουφλάει επάνω του.

Χαιρετούσες τα παιδιά που εργάζονταν εκεί με τα μικρά τους ονόματα. Σου ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό με ένα εγκάρδιο χαμόγελο και παρ’ όλο που καθημερινά έβλεπαν τόσο πολύ και διαφορετικό κόσμο, σε ήξεραν κι εσένα με το μικρό σου όνομα. Παραγγελία φυσικά και δεν υπήρχε λόγος να δώσεις. Ήξεραν, είχαν μάθει πλέον πως πίνεις τον καφέ σου, το ποτό που προτιμάς. Καθόσουν κι εσύ αναπαυτικά στη θέση σου και η εξομολόγηση- ψυχοθεραπεία ξεκινούσε. Όσο απασχολημένος κι αν ήταν ο μπάρμαν, όσο κόσμο κι αν είχε να εξυπηρετήσει η σερβιτόρα, πάντα ξέκλεβαν λίγο χρόνο για να σε ακούσουν. Κι εσύ έλεγες τα πάντα. Ένιωθες τόσο άνετα που αβίαστα έβγαζες όλα σου τα εσώψυχα. Από την παρανυχίδα που σε πονάει μέχρι και την πληγή στην καρδιά που σου άνοιξε εκείνη η ρημάδα η αγάπη. Αν τώρα καμιά φορά έφευγες και λίγο ζαλισμένος από το αλκοόλ, κανείς δε σε παρεξηγούσε. Έπρεπε, όμως να είσαι προετοιμασμένος για την επόμενή σου επίσκεψη. Το δούλεμα καιροφυλακτούσε. Κι αν πήγαινες μόνος σου, όλο και κάποια παρέα θα έβρισκες. Γιατί όλοι σας εκεί μέσα ήσασταν φίλοι. Σας έδενε αυτός ο χώρος. Ήταν το στέκι σας.

Ήταν το στέκι σου. Ένας ναός που κατέθετες την ψυχή σου εκεί. Ώσπου ένα βράδυ, σαν ένα από εκείνα τα πολλά αντί για ποτό σου σερβίρουν φαρμάκι. Το μαγαζί σύντομα πρόκειται να κλείσει. Στην αρχή νομίζεις ότι σου κάνουν πλάκα. Δεν μπορείς να το πιστέψεις. Δυσκολεύεσαι να το δεχτείς. Τι εννοείτε ρε παιδιά ότι το μαγαζί κλείνει; Πώς κλείνει; Και στο φινάλε ποιος σας είπε ότι είναι ένα απλό μαγαζί; Γιατί μόνο μαγαζί δεν μπορεί να είναι ο χώρος αυτός που αφήσαμε πολλά καντάρια ψυχής μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Που γελάσαμε, που κλάψαμε. Θα βρεις, σου λέει, άλλο στέκι. Μπορεί και να γίνει κι έτσι. Δε θα είναι όμως το ίδιο. Γιατί αυτά τα ποτήρια γέμισαν με τους καημούς σου. Τα κεριά στα τραπεζάκια φώτισαν τις χαρές σου.

Η γιορτή των εγκαινίων συνεχίζεται. Ασυναίσθητα διασχίζεις τον δρόμο και πλησιάζεις. «Τι να σας προσφέρουμε;» σε ρωτάει χαμογελώντας ο σερβιτόρος πίσω από τον μπουφέ. Τις στιγμές που έζησα εδώ μέσα, σκέφτεσαι. <«Τίποτα. Ευχαριστώ πολύ.» ψιθυρίζεις και φεύγεις.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου