Είχαν κάτι το ξεχωριστό και συνάμα ρομαντικό και όμορφο. Δυο άνθρωποι που κούμπωσαν, αλλά δεν ήταν μαζί. Περνούσαν χρόνο ο ένας με τον άλλον, αλλά δεν τους ένοιαζε να πουν πως είναι ζευγάρι. Ζούσαν τις στιγμές με ένα μοναδικά δικό τους τρόπο. Και ήταν ευτυχισμένοι.
Η ιστορία ξεκινάει με μία -τυχαία- συνάντηση και μία κόντρα όλη δική τους. Ξέρεις, από εκείνες τις διαφωνίες που εν τέλει φέρνουν κοντά δύο άτομα και συνήθως καταλήγουν να είναι μαζί. Στην περίπτωση τους, δημιουργήθηκε μία συμπάθεια και με τον καιρό μάθαιναν πολλά ο ένας για τον άλλον. Παραδόξως, για να μη μου μπερδευτείς, δεν ήταν το νέο ζευγάρι της παρέας. Ήταν δύο πολύ καλοί φίλοι. Τουλάχιστον έτσι δήλωναν, όταν όλα τα βλέμματα είχαν στραφεί πάνω τους και περίμεναν ανά πάσα ώρα και στιγμή μια ξαφνική αγκαλιά ή ίσως και ένα πεταχτό φιλάκι.
Όμως, τίποτα. Και το μυστικό τους ήταν ότι δεν ήξεραν αν αποζητούν το μαζί. Έχτιζαν βήμα-βήμα τη φιλία τους, ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά, πείραζαν ο ένας τον άλλον και γελούσαν με την ψυχή τους. Και όταν επέστρεφαν από μία συνηθισμένη, αλλά αξέχαστη γι’ αυτούς βόλτα, έπαιρναν φωτιά τα μηνύματα.
Καθόντουσαν αγκαλιά με το μαξιλάρι τους με ένα χαμόγελο, σαν εκείνα που ήσουν μωρό και χαμογελούσες στη θέα του παγωτού από τη μαμά. Μόνο που η δική τους θέα ήταν ο έρωτας και εκείνο το διαβολάκι με τα φτερά που πετούσε τα βέλη του, αλλά αυτή τη φορά δεν αστόχησε, ούτε χτύπησε μόνο τον έναν. Είχε καλό σημάδι και για τους δύο. Χωρίς να το ξέρουν, βάδιζαν σ’ ένα δικό τους δρόμο, έφτιαχναν μια κοινή πορεία.
Κάθε μέρα έκαναν και κάτι διαφορετικό, είτε ήταν μία βόλτα στη παραλία, είτε ένα άραγμα με μπίρες και θέα τα αστέρια, είτε μια ταινία καθισμένοι δίπλα-δίπλα στον καναπέ με στοίχημα ποιος θα φάει περισσότερα popcorn . Δεν υπήρχε περίπτωση να μην έβρισκαν χρόνο ο ένας για τον άλλον. Είχαν ανάγκη μια τέτοια εκδοχή του εαυτού τους. Γνώριζαν τα βάθη της ψυχής του άλλου από μικρά και απλά πράγματα. Και να φανταστείς, δεν προσπαθούσαν καν.
Κοιταζόντουσαν και γελούσαν πονηρά, διότι είχαν μαντέψει ήδη τι σκέφτεται ο ένας και τι επρόκειτο να απαντήσει ο άλλος. Τόσο ταιριαστοί που κανείς δεν πίστευε ότι είναι μόνο φίλοι. Είχαν εκείνη την απερίγραπτη χημεία που σε γεμίζει χωρίς κόπο. Κατά βάθος, οι ίδιοι μπορεί να ήξεραν ότι είναι και κάτι παραπάνω από δύο καλά φιλαράκια, όμως δεν το παραδέχονταν. Ίσως φοβόντουσαν ότι θα χαλούσε η μέχρι τώρα καθημερινή τους επαφή. Αν ένας από τους δύο επιχειρούσε μία παραπάνω από το κανονικό κίνηση, ίσως και να ήταν η αρχή του τέλους. Ίσως να ήταν ακόμη καλύτερα και για τους δύο. Όμως, στην προκειμένη, η ουσία ήταν άλλη.
Ας ταίριαζαν σαν ζευγάρι, ας τους χάζευαν όλοι όταν γελούσαν με την ψυχή τους ή και όταν αντάλλαζαν ματιές, εκείνοι δεν τολμούσαν να χάσουν αυτές τις μικρές στιγμές. Τις απολάμβαναν περισσότερο χωρίς να έχουν τη ταμπέλα του «ζευγαριού». Δε γούσταραν να μπουν σε καλούπια, τυπικότητες ή δεν τολμούσαν να κάνουν το βήμα. Ήθελαν να μη χάσουν τη μαγεία που μέρα με τη μέρα έφτανε στα ύψη.
Δεν είχαν σκεφτεί ότι η ερωτική επαφή θα τους φέρει πιο κοντά και ότι θα ήταν το κατάλληλο βήμα, την κατάλληλη στιγμή για να ολοκληρώσουν την εικόνα του «μαζί». Αντ’ αυτού έψαχναν κάθε μέρα με ποιον τρόπο θα κάνει χαρούμενο ο ένας τον άλλον. Ξυπνούσαν και έστελναν εκείνο το «καλημέρα» που φώναζε από χιλιόμετρα «θέλω να σε δω».
Και ας έλεγε ο καθένας οτιδήποτε του ερχόταν στο κεφάλι. Στο δικό τους μυαλό υπήρχε η κάψα να αντικριστούν, να γελάσουν, να πουν τα νέα τους, να σχολιάσουν, να πειραχτούν και να νιώθουν χαρούμενοι μαζί. Χωρίς αυτό το μαζί να είναι το επίσημο. Ήταν το δικό τους μαζί, και μόνο στο χέρι τους το πώς θα εξελισσόταν στην πορεία.
Ο χρόνος δεν έτρεχε εναντίον τους. Τους έδινε την ευκαιρία να ανακαλύψουν αυτό τα μυστικά, τα σχέδια, τους προβληματισμούς μέχρι κάποιος από τους δύο να ξεστόμιζε πόσο θέλει τον άλλον, όχι σαν απλό φίλο. Ίσως και να ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, χωρίς να το ζορίσουν. Σε αυτό ήλπιζαν. Σε έναν έρωτα αλήτη…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.