Μια ωραία θέα και μπορείς να ξεχάσεις τα πάντα. Όσα σκέφτεσαι και σε πικραίνουν, όσα θα ήθελες να είναι στο χέρι σου να αλλάξεις, αλλά δε γίνεται, όσα νομίζεις πως δε σ’ αρέσουν αλλά κατά βάθος απολαμβάνεις. Είσαι εσύ που στέκεσαι με το κρασί σου συντροφιά, απέναντι σ΄ όλον τον κόσμο, είναι κι εκείνοι που συνεχίζουν τη ρουτίνα τους ανενόχλητοι. Φυσικά δεν τους εμποδίζει η παρουσία σου ούτε στο ελάχιστο.

Βρίσκεσαι ανάμεσα σε τόσο κόσμο χωρίς η παρουσία σου να γίνεται αισθητή. Αναρωτιέσαι πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό. Όλοι από κάπου ψηλά αντικρίζουν τα φώτα της πόλης να λαμπυρίζουν στα μάτια τους, με τις αναμνήσεις να ζωντανεύουν, τις ψυχές τους να παίρνουν φωτιά. Άλλοι ταξιδεύουν έχοντας μια συντροφιά στο πλευρό τους, να τους συμπονά για όσα έχασαν εσκεμμένα ή για όσα δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν, έχοντας αυτή τη στιγμή ένα φιλικό χέρι να πιαστούν. Υπάρχουμε κι εμείς, ο καθένας ξεχωριστά, που μένει να κοιτά τα φώτα μόνος του, με το μυαλό να τρέχει στο άτομο που αγάπησε, που χάρισε την καρδιά του, αλλά επέλεξε να μείνει μακριά, διότι η αγάπη δεν είναι πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα.

Στεκόμαστε και πίνουμε αργά το κόκκινο κρασί απολαμβάνοντας τη θέα. Αποφασίσαμε να απέχουμε απ’ όλα τα φώτα που μας ζωντάνευαν και να σταθούμε πίσω από τη γραμμή, παρατηρητές της ζωής μας. Δεν ήμασταν πάντα μοναχικοί τύποι. Μην πάει το μυαλό σου εκεί και βγάλεις απευθείας τούτο το συμπέρασμα. Απλώς δεν περιπλέκουμε τις καταστάσεις. Επιλέγουμε να κρατήσουμε απόσταση από όσα μας πονούν, όσα μας θυμίζουν τις ήδη τελειωμένες σχέσεις, φιλίες που ενώ είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια επανασύνδεση, γυρίσαμε την πλάτη και μείναμε με τις επιλογές μας. Δε γνωρίζαμε εξαρχής αν ήταν σωστές, όμως όσο κι αν πονούσαν, μάθαμε να κάνουμε στην άκρη τα συναισθήματά μας και να καλμάρουμε την επιθυμία μας για ένα λάθος πισωγύρισμα.

Μπορεί να ήταν λάθος, αλλά δεν αφήσαμε τον εαυτό μας να λυγίσει μπροστά στα φώτα του κόσμου. Διατηρούσαμε το προφίλ μας χαμηλό , σοβαρό, και όταν επιλέγαμε τη δική μας θέα, το κάναμε για να ηρεμήσει το μέσα μας, να καθησυχάσουμε το εγώ μας, χωρίς κανείς να μας συμπονά. Ήταν ατομική συμφωνία με τον εαυτό μας, ο οποίος δε δεχόταν πάντοτε τις αποφάσεις μας. Ξεροκέφαλο το εγώ, κάνει καπρίτσια για να αποκτήσει όσα διψά, όσα λαχταρά για να γεμίσει με αγάπη. Κι εμείς αλύγιστοι, σταθεροί στις επιλογές μας για έναν καλύτερο εαυτό, δίχως περίσσεια λάθη.

Οι μάχες δεν είναι πάντοτε εύκολες. Θα αντικρίσεις πολλά μάτια να λαμπυρίζουν, άλλα από χαρά και αγάπη, άλλα από λύπη και στεναχώρια, κι άλλα να σε διαπερνούν και να χαμογελούν, διότι σε συμπονούν κι ας μην το καταλάβεις ποτέ. Είναι εκείνα που στέκονται σε μια γωνιά σιωπηλά, χωρίς να δίνουν το παρόν, εκείνα που θα σε γεμίζουν με το αίσθημα της ελευθερίας να τους ανοιχτείς. Εκείνα τα ζευγάρια μάτια που λίγοι θα σκεφτούν ότι επιλέγουν να μείνουν στα σκοτάδια τους για να δώσουν τη δική τους μάχη, μακριά από κάθε επιρροή για πισωγύρισμα.

Κι όμως όταν τα αντικρίσεις θα σου φανούν από τα μάτια που φέρνουν εις πέρας κάθε δυσκολία, που διεκδικούν, δε φοβούνται, αλλά με ένα βλέμμα έχουν καταρρίψει χιλιάδες άλλα που στάθηκαν εμπόδιο στις επιθυμίες τους. Δυο μάτια ξεχωριστά που κοιτούν τη θέα τους και ελπίζουν το άλλο τους μισό να τους κάνει παρέα κάπου, αγκαλιά με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ονειροπολώντας ένα μαζί που μοιάζει αδύνατο να πραγματοποιηθεί.

Συντάκτης: Γεωργία Δημητρακάκου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.