Χάζεψες πάλι στο δρόμο. Όσο κρυώνει ο καφές σου, πάντα ο ίδιος καφές, πάντα στο ίδιο σημείο, κοιτάς τα αυτοκίνητα που περνούν. Κοντοσταματάνε, κάνουν ουρά μέχρι να αλλάξει το φανάρι και μετά προχωρούν. Το κάθε ένα από αυτά για το δικό του μοναδικό προορισμό. Κανένα όμως για εδώ.

Αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι πάλι, γιατί μοιάζεις λυπημένη κι ανάβω κι άλλο τσιγάρο. Ξέρω, κατά βάθος, τι σου σκοτίζει το μυαλό. Και, μάνα, άδικα τυραννιέσαι. Άκουσέ με λίγο να σου πω. Σου χρωστάω αυτή τη συζήτηση εδώ και κάτι χρόνια. Μη σου πω δεκαετία. Πόσο δύσκολο μου είναι. Πόσο καιρό χρονοτριβώ με πρόφαση το σωστό timing. Πενηντάρισες εσύ και δεν έμαθες. Τριαντάρισα κι εγώ και μυαλό δεν έβαλα. Ήρθε η ώρα να σου τα εξηγήσω τα πράγματα, να σου ανταποδώσω την τόση υπομονή στα «πώς;» και τα «γιατί;» μου.

Εσύ σωστά τα έκανες. Όλα. Δε σου ρίχνω κανένα φταίξιμο. Απλά κι εσένα δε σου τα εξήγησαν σωστά. Αν φταις για τίποτα, μαμά, είναι που είμαι αυτή που είμαι. Που δεν αρκούμαι στα λίγα, που δεν επαναπαύομαι στα μέτρια, που έχω ένα κάτι να με διαολίζει συνεχώς και να μη με αφήνει σε ησυχία. Που θέλω συνεχώς κάτι ακόμα, κάτι πιο πολύ, κάτι πιο σπουδαίο.

Έκανες καλή δουλειά, μαμά. Μεγάλωσες άνθρωπο δυνατό, με αρχές, ηθική και απέραντη υπομονή κι αγάπη. Αγάπη για τον εαυτό μου και για τους γύρω μου. Αγάπη που μου έμαθες να μοιράζω. Κάπου όμως ξέχασες να μου πεις να μην τη σκορπάω. Δεν έμαθαν όλοι να σέβονται και να εκτιμούν, μαμά. Ούτε ξέρουν όλοι από άνευ όρων συναίσθημα. Έξυπνο πουλί σε όλα εκτός από τον έρωτα. Ήξερες όμως εσύ από έρωτες να τα μάθεις και σε μένα;

Τόσο πολύ ήθελα να σου αφήσω αυτό το μικρό όνειρο που έχεις ακόμα και ποτίζεις κάθε που μαραίνεται. Tόσο ωραία τα έλεγες. Τόσο όμορφα, τόσο αθώα. Αλλά δεν είναι ο κόσμος ακριβώς έτσι όπως μας τον έμαθες. Δε σε παρεξηγώ, καταλαβαίνω. Καμιά φορά σε ζηλεύω κιόλας. Τυχερές και άτυχες ταυτόχρονα και οι δυο μας.

Μεγάλωσα και δε με χωρούν τα όνειρα που έκανες για μένα. Δεν το θέλω το όνειρό σου, μαμά. Το προσπάθησα. Πραγματικά. Μα δε μου πάει. Με στενεύει και δεν μπορώ να ανασάνω. Θέλω άλλα πράγματα. Πράματα που δε σταματούν σε έναν άντρα, σε ένα σπίτι, σε μια πόλη. Μη με παρεξηγείς. Σ’ αγαπώ αλλά δε μου αρκεί.

Δεν πιστεύω στο για πάντα, μάνα. Πιστεύω στο για όσο. Πονάει λιγότερο. Κι αν αυτό το για όσο, γίνει το για πάντα μου, καλώς να ορίσει. Αλλιώς, ώρα καλή στη πρύμνη του και αέρας στα πανιά του. Εγώ έχω άλλα πράγματα να κάνω. Όποιος θέλει, ξέρει πού και πώς να με βρει.

Και η ζωή, μάνα, εποχές είναι. Για όσο κι αυτή, για όσο και οι εποχές της και φοβάμαι ότι θα με βρει το τέλος του καλοκαιριού μου, ακόμα εδώ, με τον ίδιο καφέ και το ίδιο γεμάτο τασάκι, να συζητάμε ακόμα το γιατί δε σταματά κανένα από τα αμάξια που περνούν. Δε θέλω να με βρει το φθινόπωρο εδώ. Δεν έχει να κάνει με εσένα.

«Πώς;» με ρωτάς. «Γιατί;» Είναι απλό. Οι άντρες περνούν, μαμά. Περνούν και σου περνούν. Όλα καλά, αλήθεια, μην ανησυχείς.

Φεύγουν τόσο αθόρυβα όσο ήρθαν. Πόσο να καθίσεις να κοιτάς πόρτες κλειστές; Έρχονται και φεύγουν σαν τα αμάξια που χαζεύεις. Δε θα μπω όπου να ‘ναι μόνο και μόνο για τη βόλτα. Παρ’ το απόφαση και πάψε να στεναχωριέσαι. Πάω εκεί που θέλω και μόνη μου με τα πόδια εγώ. Ανάγκη δεν έχω -και δεν είχα και ποτέ- από κούρσα. Ούτε από επιβεβαίωση γένος αρσενικού. Αυτό το “Happily ever after” των παραμυθιών, έμεινε στην τελευταία σελίδα του βιβλίου. Όσες φορές κι αν το διάβασα, τελικά δεν έφτασα εκεί. Δεν το κατάλαβα, βρε μάνα. Γιατί τελικά ήταν ευτυχισμένες όλες αυτές;

Ίσως είναι το ότι δε μ’ άρεσαν και ποτέ οι πρίγκιπες. Ναι, ναι, κόρη του πατέρα μου, θα πεις. Όποτε σε συμφέρει. Τυφλώθηκα κι εγώ από σύντομες λάμψεις, αλλά μην κοροϊδευόμαστε. Είμαι μπελάς, μαμά. Παράξενη, ιδιότροπη, μ’ αρέσει η ησυχία και μοναξιά μου. Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος. Και δε θέλω τα εύκολα. Δε μου κάνουν εντύπωση οι φανφάρες, τα δήθεν και το φαίνεσθαι. Βερεσέ τα ακούω τα παραμύθια. Η ζωή δεν είναι μόνο αυτό –αυτό προσπαθώ τόση ώρα να σου πω.

Το περήφανο λευκό άτι του πρίγκιπα, αντικαταστάθηκε από 200 ίππους και τελικά καμιά από αυτές τις πριγκίπισσες των παραμυθιών που μας διάβαζες, δεν έπεσε στα πατώματα –όχι για πολύ, τουλάχιστον– όταν το τσίμπησε το κελεπούρι τον πρίγκιπα η μάγισσα. Η Ωραία Κοιμωμένη ξύπνησε πιο ευτυχισμένη που την άφησαν να κοιμηθεί μέχρι το μεσημέρι και τις έφεραν έναν καφέ αντί για φιλί. Η Σταχτοπούτα δεν τρελάθηκε που το ‘χασε το γοβάκι της –πήρε καινούργια στιλέτο, προσέλαβε καθαρίστρια και τα ‘φτιαξε με τον DJ. Η Χιονάτη έγινε CEO του ορυχείου των νάνων και αγόρασε πολυκατοικία για να τους σπιτώσει όλους. Και οι πρίγκιπες, μαμά; Αυτοί ήρθαν, χαμογέλασαν, ακούμπησαν –τους έκαναν και μια γύρα καβάλα στο άλογο– και πέρασαν. And life goes on.

Έτσι γίνονται τα πράγματα στην αληθινή ζωή, μάνα. Κι έτσι τα προτιμώ κι εγώ.

Η ζωή περνά, βρε μανούλα μου, και βαρέθηκα να καθυστερώ και να περιμένω. Ο καφές κάποια στιγμή παγώνει. Ακόμα και το καλοκαίρι. Και θέλω να το ζήσω το καλοκαίρι, μαμά. Γιατί για μένα είναι ακόμα καλοκαίρι. Και όσο και να σε αγαπάω, μαμά, δε θέλω να με βρουν τα πρωτοβρόχια εδώ να πίνουμε καφέ στο ίδιο σημείο, να χαζεύουμε τα αμάξια που περνούν, να σε βλέπω χαμένη στη σκέψη και στην ανησυχία.

Οι άντρες περνούν, μαμά. Όλα περνούν. Τίποτα δε μένει ίδιο, όλα κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξουν. Άλλαξα κι εγώ. Είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος, τόσα πράγματα να δεις, τόσα να κάνεις. Και τίποτα δεν έχω κάνει, μαμά. Τίποτα δεν έχω δει.

Βαρέθηκα να παρακολουθώ από μακριά το δρόμο, μαμά. Κουράστηκα να περιμένω να δω αν κάποιος θα σταματήσει και πότε. Ας έρθει να με βρει όποιος είναι να σταματήσει. Τελείωσαν τα τσιγάρα μου, κρύωσε κι ο καφές μου.

Πέρνα αύριο να με δεις, ναι; Θα σου φτιάξω καφεδάκι φρέσκο, καπουτσίνο να δοκιμάσεις, θα χαζέψουμε και τα αυτοκίνητα από ψηλά στη βεράντα.

Πάντα θα υπάρχουν αμάξια που θα περνούν, μαμά.
Μην ανησυχείς.

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή