Δυο λέξεις και χίλιες δύο σκέψεις. Μια συζήτηση εσωτερική, δυο παλιά φιλαράκια που είχαν καιρό να συναντηθούν, μυαλό και καρδιά ανοίγουν μπουκάλι κι ακούν. Ξεκινά η αγαπημένη τους ιστορία. Δυο κουβέντες πάντα αρκούν για να πεις τα σημαντικά, επισημάνει το μυαλό. Χίλιες δυο σκέφτεσαι, όμως, για να καταλάβεις τι σημαίνουν, ειρωνεύεται η καρδιά. Και κάπως έτσι, με δυο λέξεις, τα λέμε όλα, και ποτέ δε λέμε τίποτα.

«Χαίρω πολύ».

Ένα χαμόγελο, ένα γνέμα. Κουβέντες τυπικές. Άλλος ένας άγνωστος στο πλήθος γίνεται γνωστός. Ένα ακόμα όνομα στο τεφτέρι. Καλά περνάμε κι απόψε. Ρέουν άφθονες οι κουβέντες, ανούσιες όλες μπροστά στα χαμόγελα και τις ματιές. Πόσα λένε κι αυτά; Και πόσα ακόμα κρατάνε μυστικά. Γυρνάς, κοιτάς πάλι. Κοιτάει. Χαμογελάει γιατί πιάνεται στα πράσα.

«Μπλέξαμε τώρα».

Δε χρειάζεται παραπάνω από μία ματιά. Βασικά, περίμενε μια στιγμή. Ιδέα σου θα ‘ναι. Ρίχνεις άλλο ένα, τάχα μου, αδιάφορο βλέμμα, να σιγουρευτείς. Fuck. Great. Το ‘ξερες όμως. Απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν ξεστόμισες τις λέξεις –δεν ξεστόμισες καμία λέξη για την ακρίβεια–, αλλά το σκέφτηκες. Ναι, το σκέφτηκες γιατί ήξερες ότι έμπλεξες. Ότι δε θα είναι αυτή μια απλή περαστική γνωριμία. Το ‘ξερες απ’ το απόλυτο κενό στο μυαλό, απ’ την αίσθηση στο στομάχι σου, λες και σε πέταξαν μόλις από ουρανοξύστη, απ’ την ανικανότητά σου να κάνεις κάτι άλλο απ’ το να κοιτάς και να χαμογελάς σαν το χάνο. Το παιχνίδι χαμένο και το ήξερες απ’ την πρώτη στιγμή. Αλλά τέτοια παιχνίδια, ακόμα κι αν έχεις αποδεχτεί εκ των προτέρων την ήττα σου, τα παίζεις. Το ‘ξερες, κι όμως μπήκες με ό, τι είχες στο χέρι μπας και καταφέρεις να μπλοφάρεις στην πορεία.  Απ’ την αρχή ήταν μια σχέση βολικά άβολη και υπεύθυνα ανεύθυνη. Έρωτας με την πρώτη ματιά, λένε οι ρομαντικοί. Άσε, πες το ένστικτο, είναι πιο λογικό και πολύ πιο αφηρημένο, δε χρειάζεται να βάλεις ταμπέλα στο συναίσθημα. Αερολογίες, δικαιολογίες, αλλά ίσως έτσι και να τη γλυτώσεις.

«Σε θέλω».

Ψίθυρος στα αφτιά σου η φωνή. Ηχεί μέσα σου και χάνεις όλες τις λέξεις σου. Καμιά λογική σκέψη στο μυαλό, κανένας συνειρμός. Δε χρειάζονται πολλά λόγια, αυτά φτάνουν. Δεν καλύπτει τίποτα, ούτε στο απειροελάχιστο, αυτή την απόλυτη νιρβάνα που φτάνεις αγγίζοντας για κλάσματα δευτερολέπτου την αποθέωση. Ξεδιψά το κορμί και φουντώνει ταυτόχρονα. Παραλύει απ’ την ηδονή, παραδίνεται. Και κατακλύζουν το μυαλό οι σκέψεις μετά. Το ήθελες, το ποθούσες, το λαχταρούσες -αλλά πού να ‘ξερες, καημένο μου; Πού να ‘ξερε το μυαλό πώς ακούγεται αυτό το κλικ που κάνει η καρδιά όταν παραδίνεται; Άντε τώρα να ξεφύγεις.

«Μείνε απόψε».

Πάει καιρός τώρα που το σκέφτεσαι. Δε θες να ξυπνήσεις το πρωί χωρίς να είναι δίπλα σου. Γιατί το κρεβάτι παραείναι άδειο. Σου λείπει. Δεν αρκούν οι νύχτες. Θες και το ξημέρωμα. Θες τον ήχο απ’ το ξυπνητήρι του και την βαριά του πρωινή φωνή να είναι τα πρώτα πράγματα που θα ακούς, πριν καν έχεις καλά-καλά τη συναίσθηση της νέας μέρας. Θες και τον καφέ με μισάνοιχτα μάτια. Θες να είναι η τελευταία σου καληνύχτα κι η πρώτη σου καλημέρα. Κι εκείνο το “I could stay awake just to hear you breathing” των Aerosmith ξαφνικά δε σου ακούγεται τόσο μελό πια.

«Σε αγαπώ».

Σου ξέφυγε ένα βράδυ μετά το φιλί της καληνύχτας, καθώς γυρνούσες να φύγεις. Δεν το κατάλαβες ούτε εσύ όταν το ‘πες. Τα αυθόρμητα είναι και τα πιο αληθινά, δε λένε; Ανάθεμα αν το είχες συνειδητοποιήσει πριν από αυτό. Μπορεί να μην το άκουσε. Μπορεί και να γλύτωσες τούτη τη φορά, να μη σε έμπλεξε αυτή η «γλώσσα λανθάνουσα». Δεν αντέδρασε, εξάλλου. Τη δεύτερη φορά, το ψιθύρισες. Όταν πια ήξερες ότι κοιμόταν και δε θα το άκουγε παρά μόνο σε κάνα όνειρο. Εντάξει, δεν έγινε και κάτι. Δυο λεξούλες είναι, μωρέ, σιγά. Ίσως αύριο το ξαναπείς. Όχι, είναι πολύ νωρίς· κι ας έχει περάσει τόσος καιρός. Ίσως την επόμενη εβδομάδα. Μπορεί και να περιμένεις, να τις κάνεις δώρο σε καμιά γιορτή. Ωραίο δώρο να ξέρεις ότι σ’ αγαπούν.

«Να προσέχεις».

Στο λέει στην πόρτα καθώς φεύγεις και σε φιλά. Κλέψε στο μέτρημα. Τις δύο λέξεις καν’ τες χίλιες-δυο. Δε θα σου κρατήσει κακία -έτσι δεν είναι;- αν τις πάρεις κατάκαρδα και μαλακώσεις λίγο; Να κατεβάσεις λίγο και εκείνη την άμυνα που έχει παραγίνει βαριά τελευταία. Δε θα θυμώσει αν τις κρατήσεις για το δρόμο μέχρι την επόμενη φορά. Δεν πειράζει που λίγο πιο πολύ τις αγαπάς αυτές τις λέξεις και τις φυλάς κάπου κοντά στην καρδιά, έτσι; Αφού νοιάζεται. Ανησυχεί. Έχει σημασία η παρουσία σου. Έχει σημασία κι η απουσία σου.

«Σε παρακαλώ».

Το σκέφτεσαι, δεν το λες. Δε σε αφήνει ο εγωισμός σου. Η υπερηφάνειά σου. Δεν παρακαλάς εσύ. Δεν είναι του χαρακτήρα σου. Δώρον άδωρον ό,τι λαμβάνεις μετά από αυτές τις δύο λέξεις. Τσάμπα κόπος το παρακαλετό. Θα ρίξεις τον εαυτό σου πιο πολύ στα μάτια τα δικά του, στα μάτια τα δικά σου; Όχι. Αν ο άλλος δε δίνει χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσεις, τι να το κάνεις; Να παρακαλέσεις να μείνει κάποιος που ήδη είναι με ένα πόδι έξω απ’ την πόρτα; Ένας άνθρωπος που κοιτά αλλού, που δεν έχει τα κότσια να σε δει στα μάτια. Που σε έχει φέρει προ τετελεσμένων και δε σου δίνει καν την ευκαιρία να τις πεις; Που έχει πάρει την απόφασή του και σου την πασάρει, είσαι-δεν είσαι έτοιμος εσύ;

«Μη φεύγεις».

Όχι, δε ζητάς τίποτα. Κουβέντα δε σου ξεφεύγει. Στιγμιαία είσαι πολύ περήφανος για τον εαυτό σου. Αφού μπορεί, μπορείς κι εσύ. Και μπορείς καλύτερα. Δε νοιάζεται μία, δε σε νοιάζει δέκα. Δε λες καν το «Τράβα γαμήσου!» που θέλεις τόσο να ουρλιάξεις κι ας έχει γυρίσει ήδη την πλάτη. Ανωτερότητα. Μέχρι να κλείσει η πόρτα. Μένεις μόνος, να πλανάται σαν καπνός στον αέρα η φράση που δεν κατάφερες να πεις παρά μόνο ψιθυριστά κατόπιν εορτής.

«Μου λείπεις».

Ο γνωστός ήχος απ’ το κινητό. Ένας ήχος που συνηθίζεται εύκολα, μια εξάρτηση που κόβεται επίπονα. Ένας ήχος που μαζί του φέρνει συνήθως το τρέμουλο της ανυπομονησίας και του πόθου. Ένας ήχος που και πάλι φέρνει τρέμουλο, αλλά τώρα για άλλο λόγο. Και τώρα τι; Τι απαντάς εδώ, πες μου; Πόσος καιρός πέρασε; Είναι μέρες, μήνες ή χρόνια τελικά; Δε θυμάσαι. Και τώρα τι; Σάμπως δε σου λείπει και σένα; Σάμπως δεν πέρασες νύχτες ολόκληρες περιμένοντας ακριβώς αυτές τις δυο λέξεις;

Όχι, φίλε μου. Φτάνει· και ταυτόχρονα, δε φτάνει ούτε για δείγμα. Άσε να σου πω κι εγώ δυο, να ταιριάξουμε εδώ τουλάχιστον. Τούτη τη φορά, μυαλό και καρδιά σε συμφωνία επιτέλους και ξέρω την απάντησή μου.

Θα κάνω πως δε με νοιάζει. Θα κάνω πως αδιαφορώ. Θα τις πω, αυτές τις δυο, και μόνο αυτές. Μία φράση σαν βρισιά. Από κείνες που δεν ξεστομίζω ποτέ, τη φύλαξα κι αυτή για μια ειδική περίσταση. Την τελευταία κουβέντα άσε να την έχω εγώ. Οι τελευταίες δυο λέξεις θα είναι δικές μου. Αυτές αρκούν για όλα όσα ποτέ δεν είπαμε.

«Τα λέμε!»

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου