Για αρχή απαιτείται ένας διαχωρισμός. Η τέχνη είναι και θα πρέπει να θεωρείται κάτι ξεχωριστό από τη διασκέδαση, χωρίς η παραπάνω διατύπωση να ενέχει το οποιοδήποτε ίχνος σνομπισμού. Διασκεδάζω λοιπόν (διασκεδάννυμι αρχαϊστί), αποτυπώνει την επιθυμία του ατόμου να «διασκορπίσει» τις στεναχώριες του, περνώντας ευχάριστα ή γλεντώντας. Ωραίο και το γλέντι, μα εύκολο. Η ψυχή όμως δεν πρέπει να συνηθίζει στα εύκολα, γιατί θα γίνει αδύναμη και μαλθακή.

Όχι, αυτό δε σημαίνει να πάρεις με τη σειρά τα μουσεία, ως άλλος αναζητητής του ωραίου και της γνώσης. Τέχνη υπάρχει παντού γύρω σου. Τέχνη είναι ένα ποίημα του Καβάφη, στο ξεχασμένο βιβλίο της Λογοτεχνίας του Λυκείου ή ένα σονέτο του Σαίξπηρ, που ανακάλυψες τυχαία στο διαδίκτυο. Τέχνη είναι εκείνος ο πίνακας, στο σπίτι του κολλητού σου, που σου τράβηξε την προσοχή εξαιτίας της απλότητας ή της πολυπλοκότητάς του. Τέχνη είναι «το βαλς των χαμένων ονείρων», που άκουσες εκείνο το σούρουπο πλάι στο κύμα κι έβαψες με τα χρώματά του τον ουρανό. Και πώς θα ξέρεις; Πώς θα μπορέσεις να κάνεις αυτό το ξεσκαρτάρισμα νόθου και ουσιαστικού;

Οι αισθήσεις σου, οι άλλοτε μεγαλύτεροι εξαπατητές σου, θα συντελέσουν αυτή τη φορά στην αποκάλυψη της αλήθειας. Οι πραγματικές, οι ατόφιες μορφές τέχνης, θα σε συγκινούν. Η επαφή μαζί τους, πάντοτε θα προκαλεί την αναστάτωση στο συναισθηματικό σου κόσμο. Είναι δύσκολο να εξηγήσεις το γιατί σε κατακλύζει αυτή η έξαψη, μιας και η ίδια η τέχνη ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και υπερβατικού, αρνούμενη να δώσει μια βέβαιη απάντηση, για την «πλευρά» στην οποία κλίνει.

Και από τη μία, κάθε έργο φέρνει στο νου σου ένα συναίσθημα γνώριμο και οικείο. Κάτι που έχεις βιώσει, μα δεν το θυμάσαι πια. Ή την ομορφιά, που κάποτε είχες την τύχη να θαυμάσεις, μα εξαιτίας της καθημερινότητας αμέλησες. Κλείδωσες την εικόνα της καλά μέσα σου. Την κράτησες όσο πιο βαθιά γινόταν, για να την προστατέψεις, ώσπου τη λησμόνησες και πίστεψες πως δεν υπάρχει πια. Υπάρχει όμως! Η στιγμή που ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει το συναίσθημα και το αποτυπώνει, γινόμενος πλέον κοινωνός της δημιουργίας, έχει υπάρξει και δική σου στιγμή. Θαρρείς και περιγράφει εσένα, κάνοντας απανωτές αναδρομές στη ζωή σου. Σχεδόν αγγίζει την πραγματικότητά σου. Τόσο κοντά, που δεν είσαι πλέον μόνος. Το εκάστοτε έργο, σου κρατάει συντροφιά. Σε καταλαβαίνει, λίγο καλύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλο. Περιγράφει εύστοχα σκέψεις, που δεν τόλμησαν να γίνουν λόγια. Λόγια, που κρατήθηκαν πριν γίνουν πράξεις. Ταυτίζεσαι. Γίνεσαι ένα με την τέχνη και εξαγνίζεσαι. «Τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», απαιτεί ο ορισμός της, επιβεβαιώνοντας πως αυτή αποτελεί μίμηση της ζωής. Ή μήπως όχι;

Αν και δίπλα σου, η τέχνη φαντάζει μακριά από όλα όσα μέχρι στιγμής έχεις γευτεί. Αποστασιοπημένη από την κανονικότητα, αφού αυτή θυμίζει κάτι από Θεό. Αυτό συγκινεί. Το υψηλό, που με τη σειρά του γεννά το δέος ή και το φόβο. Ενέχει κάτι από το άπιαστο, το τέλειο και το ιδεατό, το οποίο ο άνθρωπος όσο και αν επιθύμησε ή επιθυμεί, δε θα κατορθώσει να αποκτήσει. Και ίσως ο μεγαλύτερος φόβος, να μην είναι εκείνος της αποτυχίας της κατάκτησης, αλλά της αποτυχίας ακόμα και της προσέγγισης αυτού. Αν το σκεφτείς, είμαστε μικροί και ατελείς, για το μεγάλο και ολοκληρωμένο, που περιγράφει η τέχνη. Θαυμάζεις, για παράδειγμα, τον ήρωα μιας θεατρικής παράστασης για το θάρρος, για το ψυχικό σθένος που επιδεικνύει και μπορεί μάλιστα ενδόμυχα να το φθονείς, εξαιτίας της αδυναμίας σου, να πράξεις αναλόγως. Και άλλοτε πάλι, τα δάκρυα κυλούν, διαβάζοντας για αυτό τον έρωτα, το μεγαλειώδη, τον εξιδανικευμένο. Για αυτό τον έρωτα, τον ανύπαρκτο, τον εκλιπόντα. Ή και τον υπαρκτό, σε προγενέστερες εποχές. Σε εποχές αγνές, που πλέον μεταβλήθηκαν, στερώντας την ευκαιρία στους νεοφερμένους, να βιώσουν το ύψιστο. Και η αγάπη; Πού κρύβεται η δημιουργός γλυπτών και μυθιστορημάτων;

Γλυκόπικρη, λοιπόν, η επαφή σου με την τέχνη. Δεν ξέρεις αν πρέπει να αισθανθείς ευγνωμοσύνη ή στεναχώρια ή και τα δύο μαζί. Γνωρίζεις όμως, ότι διεγείρει τη φαντασία και τον ψυχισμό σου. Κι αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστο. Παρ’όλ’ αυτά είναι απαραίτητο, αν θες να λέγεσαι άνθρωπος. Ή καλύτερα, αν θες να λέγεσαι άνθρωπος ζωντανός.

 

Συντάκτης: Έλλη Βαλή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου