Ας φτιάξουμε ένα σενάριο. Βρίσκεσαι ακόμα στα μέσα της εβδομάδας κι αδημονείς να ‘ρθει η μέρα που θα βγεις με την παρέα σου, να ξεχάσετε δουλειές, σχολές, υποχρεώσεις και τα πάντα. Αυτό το πολυπόθητο πουσουκού, έστω ένα από αυτά τα βράδια, στο αγαπημένο σας στέκι μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα.

Μπαίνετε μέσα, αδιαφορώντας για τα περίεργα –καλοπροαίρετα και μη– βλέμματα που πέφτουν πάνω σας με το που εισέλθετε στον χώρο, προσπαθώντας να βρείτε ένα μέρος να κάτσετε και τότε μέσα απ’ το πλήθος μια μορφή που ξεχωρίζει απ’ τις υπόλοιπες μαγνητίζει τη ματιά σου πάνω της, ξυπνώντας διάφορες σκέψεις κι αναμνήσεις. Περίεργο δεν είναι, εκεί που δεν το περιμένεις, εκεί που βγαίνεις την καθιερωμένη σου έξοδο, να συναντάς τυχαία τα άτομα που μπορούν να σε αναστατώσουν τέρμα;

Ο λόγος για εκείνους που χάραξαν τη μνήμη σου με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στο παρελθόν κι ακόμα η θύμησή τους σε καίει. Άτομα με τα οποία είχατε μια κάποια ιστορία που τέλειωσε άδοξα ή απότομα και δεν μπόρεσες να ξεχάσεις ή ακόμα κι όταν το κατάφερες οι τυχαίες αυτές συναντήσεις δε σε άφησαν να την ξεπεράσεις εντελώς. Κάποιος που ήθελες να προκύψει κάτι κι απλά δεν έκατσε η ευκαιρία ή ντρέπεσαι να προσεγγίσεις ή οι συνθήκες δε σου το επιτρέπουν κι απλά τρώγεσαι μέσα σου βλέποντάς τον σε κάθε σου έξοδο μπροστά σου.

Πίνεις αργά τον καφέ ή το ποτό σου ψάχνοντας για ένα βλέμμα από αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αλλάζει η διάθεσή σου ή παλεύεις να φαίνεσαι κομπλέ, ώστε να γλυτώσεις ερωτήσεις ή την καζούρα απ’ την υπόλοιπη παρέα σου. Μα πώς γίνεται σχεδόν κάθε φορά να βρίσκεται μπροστά σου; Σε όλα σου τα αγαπημένα στέκια. Αδύνατον, σκέφτεσαι, να κατανοήσεις αυτές τις μαγικές δυνάμεις της τύχης ή αυτού που τόσο μας αρέσει να αποκαλούμε «πεπρωμένο».

Αλλά, βρε αγάπη, πώς είναι δυνατόν να αποκαλείς κάτι τυχαίο, όταν τις περισσότερες φορές το επιδιώκεις ή προκαλείς ο ίδιος;

Αυτά τα δήθεν τυχαία, όταν γίνονται με τέτοιο ρυθμό, κρύβουν πολλά και συνήθως ουδεμία σχέση έχουν με την τύχη. Δεν είναι πάντα προφανές μα σχεδόν κάθε φορά ο ένας απ’ τους δυο –αν όχι κι οι δύο– το προκαλεί και το επιδιώκει. Βγαίνετε συνήθως τις μέρες που επιλέγει σχεδόν όλος ο κόσμος να διασκεδάσει. Διαλέγεις την πιο κατάλληλη ώρα για να βγεις, γιατί ξέρεις πως την ώρα εκείνη οι πιθανότητες να τον/την αντικρίσεις είναι περισσότερες, κι ας είναι μονάχα μια θολή σκέψη και κυρίως βαθιά λαχτάρα.

Φτάνεις στην καφετέρια ή στο μπαρ όπου συχνάζει και το πρόσωπο αυτό, ποντάροντας στις πιθανότητες ότι θα βρίσκεται εκεί, αλλιώς κοιτάς να περάσεις απλά καλά, χωρίς να δείχνεις πως μέσα σου σιγόκαιγε η επιθυμία να επιλέξει την ίδια χρονική στιγμή με ‘σένα να βρεθεί εκεί όπου βρίσκεσαι. Σκανάρεις απ’ άκρη σ’ άκρη τον χώρο όσο πιο διακριτικά μπορείς μέχρι συναντηθούν τα βλέμματά σας. Κι όταν θα βρίσκεται ήδη εκεί, ακόμα κι όταν φτάνει μετά από εσένα, θα το καταλάβεις. Άλλωστε, δε σε μαγνητίζει τυχαία αυτή η παρουσία, εκτός κι αν ψάχνεις γι’ αυτήν.

Μπορεί όλο αυτό φυσικά να μην έχει καμία απολύτως σχέση με αυτά που σκέφτεσαι ή κάνεις εσύ, μα όταν κάποιος άλλος σκέφτεται έτσι για ‘σένα, μπορεί να σε αναστατώσει ακόμα και με ένα κοίταγμα. Δείχνει πόσο έντονα επιδίωξε να βρίσκεται κοντά σου περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να σε πλησιάσει. Ή μπορεί να μην ξεπέρασε ό,τι προηγήθηκε μεταξύ σας, όπως ίσως έκανες εσύ, κι απλά προσπαθεί να αδράξει κάθε ευκαιρία να σε δει. Δεν μπορεί να σε αφήσει ανεπηρέαστο μια τόσο έντονη ατμόσφαιρα, ακόμα κι ένα τέτοιο βλέμμα.

Όπως και να χει όμως, τα –δήθεν– τυχαία πάντα έχουν κάτι να σου πουν. Αρκεί να μπορείς να ερμηνεύσεις τα σημάδια, να παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τον περίγυρό σου και να σταματήσεις να φορτώνεις στην τύχη ό,τι επιδιώκεις με χίλιους τρόπους, ακόμα κι ασυνείδητα, είτε εσύ είτε το άλλο πρόσωπο.

Ίσως να μην έχεις για πάντα την ευκαιρία που ψάχνεις, κι αν αφήσεις τη φλόγα να σιγοκαίει μια ζωή θα σε κάψει περισσότερο από μια δυνατή φωτιά.

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη