Αλλάζουν οι άνθρωποι. Ίσως, πάλι, κάποιοι να μένουν στάσιμοι, να μην επιθυμούν να εξελιχθούν. Ότι κι αν συμβαίνει με τους ανθρώπους γύρω σου, εφόσον εσύ εξελίσσεσαι, το σίγουρο είναι πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστείς να πάρεις δραστικές αποφάσεις.
Αν αισθάνεσαι πως η σχέση σου σε κρατάει πίσω κι εμποδίζει την εξέλιξή σου, αν βλέπεις πως ο άνθρωπός σου δεν εκδηλώνει καμία επιθυμία να προχωρήσει μπροστά, να ακολουθήσει τα βήματά σου, τότε ξέρεις πως ήρθε η ώρα να ακολουθήσετε χωριστούς δρόμους. Τι γίνεται όμως όταν οι αλλαγές που βιώνεις εσύ, σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι ο παιδικός σου φίλος, ο μέχρι πρότινος κολλητός, αυτός που τον είχες πάντα πιο πάνω κι από αδερφό, εκπέμπει πλέον σε διαφορετικό μήκος κύματος; Πώς μπορείς να βρεις το κουράγιο να τον βγάλεις από τη ζωή σου ή έστω να του δώσεις έναν ρόλο κομπάρσου σε αυτή, μιας και νιώθεις ότι δε σας δένει πλέον τίποτα, πέρα από τις αναμνήσεις των όμορφων στιγμών;
Τέτοιες αποφάσεις ζωής, δεν παίρνονται εν μία νυκτί, ούτε ελαφρά την καρδία. Χρειάζονται χρόνο να αφομοιωθούν, να οργανωθούν στη σκέψη σου, να καταλαγιάσουν μέσα σου, για να μπορέσεις να αποδεχτείς την κατάληξη της σχέσης αυτής, που μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούσες τη σημαντικότερή σου σχέση κι ορκιζόσουν πως μια τέτοια φιλία δεν έχει να φοβάται τίποτα. Στην αρχή αρνείσαι να το παραδεχτείς, κάνεις άπειρες προσπάθειες να κολλήσεις τα σπασμένα κομμάτια της φιλίας σας, αυτά που εσύ θεωρείς πως ευθύνονται και που αφελώς πιστεύεις πως επιδέχονται επιδιόρθωσης. Δυστυχώς, όμως, κάθε τέτοια προσπάθεια μοιάζει με ένα ακόμη βήμα στον βάλτο και σε βυθίζει πιο βαθιά στη συνειδητοποίηση πως όσο και να τον αγαπάς, όσο και να αναπολείς τις όμορφες στιγμές σας, ο άνθρωπος αυτός δε θυμίζει σε τίποτα τον αδελφικό σου φίλο.
Έρχονται στιγμές που νιώθεις ότι το κολλητάρι σου σε απογοήτευσε ή εσύ απογοήτευσες αυτό, άλλες πάλι νιώθεις την ανάγκη να του πεις όλα αυτά που σκέφτεσαι, όλα όσα σε πνίγουν και ουρλιάζουν μέσα σου πως θέλουν να ξεχυθούν και να διαλύσουν τα πάντα, μα δε βρίσκεις το θάρρος να ακολουθήσεις τα θέλω σου, διότι γνωρίζεις πως ό,τι και να πεις δε θα βρει ανταπόκριση στον συνομιλητή σου. Κι όχι επειδή δε σ’ αγαπάει ή δε σε νοιάζεται, αλλά γιατί έχει αλλάξει κι αυτός τόσο πολύ, έχει χαθεί εκείνη η οικειότητα που σας έδενε από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου και τη θέση της έχει πάρει μια ανομολόγητη παγωμάρα. Σαν να νιώθεις πως οι σκέψεις σου, που παίρνουν τη μορφή λέξεων, πλέον δε βγαίνουν αφιλτράριστες, από φόβο πως θα προκαλέσεις αρνητικά συναισθήματα.
Κι έτσι, με τον καιρό καταλαβαίνεις πως δεν μπορείς πλέον να είσαι ο εαυτός σου, δεν μπορείς πλέον να λες τη γνώμη σου ελεύθερα, χωρίς να αισθάνεσαι πως θα το πάρει βαριά και καταλαβαίνεις πως δεν είναι διατεθειμένος να σου ανοιχτεί. Ακολουθείς λοιπόν και ‘συ τον δρόμο που χαράζει αυτός για ‘σας και σταματάς να μοιράζεσαι τη ζωή σου· η καθημερινή επικοινωνία σας δεν υπάρχει. Επικοινωνείτε όσο πιο αραιά μπορείτε, ίσα για να ξεγελάτε τους εαυτούς σας πως υπάρχετε ο ένας στην καθημερινότητα του άλλου, έστω κι αν δε μοιράζεστε αυτά τα μικρά που βιώνετε χώρια- τι κι αν παλιότερα επιδιώκατε να τα επικοινωνήσετε με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια.
Έτσι αφήνετε να περάσει καιρός και διαπιστώνετε πως δεν έχετε τη διάθεση να μάθετε ο ένας για τον άλλον νέα, παρά μόνο κάποιες φορές, σε στιγμές αδυναμίας ή και μοναξιάς, αφήνεστε να ταξιδέψετε στο παρελθόν, καθένας από την πλευρά του, για να θυμηθείτε τις στιγμές εκείνες που μοιάζατε να μοιράζεστε το ίδιο μυαλό και σώμα. Ίσως, τελικά, έτσι να είναι φυσικό να χάνονται οι άνθρωποι. Αβίαστα, χωρίς εξηγήσεις. Κι όταν μας ρωτάνε οι τρίτοι τι συνέβη μεταξύ μας, να ρίχνουμε το φταίξιμο στην καθημερινότητά μας, στις συνθήκες ζωής μας. Κι ας μην αναλαμβάνουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου