Πάγια ανάγκη του ανθρώπου είναι η αναζήτηση ενός νοήματος κι έργου προς εκπλήρωση για τη ζωή του. Ένας απ’ τους βασικότερους τρόπους εκπλήρωσης αυτού του αισθήματος –χωρίς να σημαίνει πως είναι κι ο σημαντικότερος– είναι το επάγγελμα. Μέσω αυτού νιώθει χρήσιμος, ανεξάρτητος κι ενεργό μέλος ενός συνόλου, το οποίο μέσω και της δικής του προσφοράς εξελίσσεται. Ειδικά σήμερα, υπάρχουν φαινομενικά πολλά είδη εργασίας με τα οποία θα μπορούσε να καταπιαστεί το άτομο. Συλλογιζόμενοι, όμως, τον χρόνο που καταλαμβάνει η δουλειά μέσα στην καθημερινότητα, γίνεται αντιληπτό το πόσο προσεκτική θα ‘πρεπε να είναι αυτή η επιλογή, αφού στην ουσία προδιαγράφει την πορεία της ζωής.

Επιδίωξη όλων, λοιπόν, –ή, έστω, των περισσοτέρων– είναι η εισαγωγή σε κάποιο τμήμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να υπάρχουν ελπίδες επαγγελματικής αποκατάστασης κι ανταγωνιστικότητας στη διεθνή, εξαιρετικά διευρυμένη κι απαιτητική αγορά εργασίας. Με αφορμή την προαναφερθείσα σημασία της επιλογής επαγγέλματος εγείρονται δύο καίρια ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το κατά πόσο η επιλογή της κατεύθυνσης των ανωτάτων σπουδών ανταποκρίνεται στις πραγματικές επιθυμίες και χαρακτηριστικά του καθενός, δεδομένου πως η επιλογή αυτή πάντα θα επηρεάζεται από εξωγενείς κι ασύνδετους με την εσωτερική υπόσταση του καθενός παράγοντες. Το δεύτερο έχει να κάνει με ένα απαραίτητο βλέμμα στο μέλλον και τις καταστάσεις. Σε μία κοινωνία στην οποία η γνώση αλλά κι αντίληψη σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα κι ευκαιρίες είναι ελλιπείς, κρίνεται απαραίτητος ο υπολογισμός των απαιτούμενων θυσιών ελέω απόλαυσης ενός επαγγέλματος που να συνάδει –άλλες φορές περισσότερο, μα ως επί το πλείστον λιγότερο– με τον κλάδο σπουδών μας.

Υποθέτοντας πως ο άνθρωπος τηρεί αυτές τις θεωρητικές προϋποθέσεις, μάλλον θα ‘ναι ευτυχής με την επαγγελματική του ζωή. Επειδή, όμως, όλοι επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, συνήθως το επάγγελμα επιλέγεται ακολουθώντας άλλους συλλογιστικούς δρόμους, που οδηγούν σε εσφαλμένες επιλογές. Οι νέοι δεν επιλέγουν σχολές –άρα και πιθανό επαγγελματικό προσανατολισμό– βάσει πνευματικών κι ηθικών χαρακτηριστικών αλλά χρησιμοθηρικά. Η χρησιμοθηρική αντίληψη της επιστήμης, ως μέσο κατάκτησης υψηλόβαθμων θέσεων και παχυλών οικονομικών απολαβών (όνειρα θερινής νυκτός, δηλαδή) μας απομακρύνει απ’ το νόημα και την ομορφιά του επιστημονικού κόσμου.

Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή αυτής της χρησιμοθηρικής επιλογής κι εκεί ακριβώς ξεκινούν τα προβλήματα. Ο νέος παλεύει να ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών χωρίς ενδιαφέρον για το διδαχθέν περιεχόμενο, χωρίς προβληματισμό κι αγωνία προσφοράς στο πεδίο που πλέον αποτελεί βασικό στοιχείο. Η μόνη επιθυμία είναι η πολυπόθητη βεβαίωση κατάρτισης που θα του ανοίξει τις πόρτες στον σκληρό επαγγελματικό στίβο.

Έτοιμος πια και περήφανος για την κατάκτηση αυτή, βγαίνει στην αγορά εργασίας και μετά κόπων και βασάνων καταλαμβάνει μία θέση, που κατά το μάλλον ή ήττον, ανταποκρίνεται στα επιστημονικά του προσόντα. Μάλιστα, νιώθει ιδιαιτέρως ευτυχής και τυχερός, αντικρίζοντας τα ποσοστά ανεργίας και το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί. Φυσικά, λόγω της κατάστασης αυτής ανέχεται οτιδήποτε –εξευτελιστικούς μισθούς, ελλιπή ή ανύπαρκτη ασφάλιση, υπερωριακή εργασία– ώστε να μη χάσει τη θέση του.

Όλη αυτή η εικόνα καταπάτησης των εργασιακών του δικαιωμάτων του γεννά ερωτήματα σχετικά με τις θυσίες που κάνει για να ‘ναι εκεί. Τότε σκέφτεται πως αν έκανε κάτι που τον εξέφραζε, δε θα τον πείραζαν όλα αυτά που συμβαίνουν, αφού θα έκανε κάτι που πληροί τον εσωτερικό του κόσμο. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκινά κι η κριτική της επιστημονικής ή επαγγελματικής επιλογής που έκανε χρόνια πριν. Αυτά τα ερωτήματα φαντάζουν αναπάντητα και τα προβλήματα που προκαλούν άλυτα για έναν άνθρωπο της σημερινής πραγματικότητας, διότι λόγω της υπερωριακής κι εσωτερικά παραπλανητικής εργασίας δεν έχει και χρόνο να σκεφθεί βιώσιμες λύσεις.

Συν τοις άλλοις, πέραν της εσωτερικής του μάχης με κάτι που δεν τον εκφράζει, έχει να αντιμετωπίσει και την άποψη του κοινωνικού περίγυρου, ο οποίος τον θεωρεί προύχοντα και τον κατακρίνει κατηγορώντας τον για αχαριστία, ενώ άλλα παιδιά αναζητούν δουλειά και δε βρίσκουν. Μέσα στο ήδη υπάρχον κλίμα ανασφάλειας που δημιουργούν οι εσωτερικοί κι ατομικοί του φόβοι, ενοχοποιείται κι η τάση του για αλλαγή κι απελευθέρωση από τον κοινωνικό περίγυρο.

Εν τέλει, υπερισχύει η άποψη των πολλών κι ο ίδιος μένει στάσιμος σε πράγματα αταίριαστα γι’ αυτόν. Θυσιάζει εν ολίγοις την ατομική του ελευθερία κι υπόσταση για χάρη της οικονομικής ασφάλειας σε μια εποχή ανασφαλή με ανθρώπους που τρέμουν την αλλαγή και τη ρήξη με τα δεδομένα. Να, λοιπόν, άλλος ένας που γίνεται κομμάτι ενός άτολμου συνόλου.

Κι ενώ όσο ήταν νέος πετούσε στο μέλλον, έρχεται η ηλικία να τον προσγειώσει. Μετά την ήττα της ανωτέρω πρώτης και καθοριστικής μάχης, έχασε κι άλλες, κάνοντας κι άλλα πολλά αντίθετα στο νόημα του εγώ του. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε, κουράστηκε, πήρε ευθύνες πιο βαριές απ’ τις δυνάμεις του και πια το ρίσκο της αλλαγής είναι τωόντι ασήκωτο. Κάπως έτσι δημιουργούνται οι δυσαρεστημένοι που περπατούν σκυφτοί στον δρόμο σκεπτόμενοι πώς θα ξεφύγουν από τα στενά της ανίας και της πλήξης, που θα εξυπηρετήσουν άλλους διεκπεραιωτικά, καθώς χάνονται στο επικείμενο λυτρωτικό όνειρο της συνταξιοδότησης, που επιτέλους θα τους επιτρέψει να ζήσουν όπως επιθυμούν. Ειρωνικό λιγάκι να περιμένεις να περάσει μια ζωή για να ζήσεις.

Καλό θα ήταν να γίνει το ξεκίνημα απ’ τα απλά για να αποφευχθούν τα παραπάνω. Τι σημαίνει «επάγγελμα» τέλος πάντων; Η λέξη απορρέει από το ρήμα «επαγγέλλομαι» που σημαίνει «υπόσχομαι». Ας κάνει, λοιπόν, ο άνθρωπος ελεύθερες προσωπικές υποσχέσεις ευτυχίας κι όχι επιβεβλημένες υποσχέσεις επιτυχίας σε άλλους. Ας υποσχεθεί πως θα ‘ναι επιτυχημένος ψυχικά κι εσωτερικά, γιατί αυτές τις επιτυχίες δε θα τις χάσει πότε, όποια επαγγελία κι αν κάνει σε άλλους, όποια θέση κι αν έχει, όποιον μισθό κι αν παίρνει. Ο πλούτος της ψυχής του θα τον κάνει Κροίσο, υπαρξιακά μοναδικό, ανάμεσα σε πένητες κοινωνικά κι εξωγενώς διαμορφωμένους.

Συντάκτης: Γιώργος Σαρδέλης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη