Το φανάρι κόκκινο και το πόδι αριστερά από τον συμπλέκτη για κάνα λεπτό είναι αρκετό ώστε ν’ απαυδήσεις που θ’ αργήσεις πάλι. Θα πεις για άλλη μια φορά ότι δε θες να σου καθαρίσουν το παρμπρίζ, θα βλέπεις το φωτάκι της ρεζέρβας πάλι ν’ ανάβει και τελικά θα μουρμουρίσεις στον εαυτό σου «μα τι καλό έχει αυτή η πόλη τέλος πάντων πέρα από φασαρία, καύσιμα, άγχος κι αποστάσεις;». .

Δεν ξέρω αν έχεις νιώσει ποτέ να χάνεσαι σε πόλη της χώρας σου τόσο πολύ. Να περπατάς σε δρόμους που δεν έχεις ξαναπερπατήσει ποτέ και πιθανόν αύριο ούτε που θα θυμάσαι, γιατί μοιάζουν όλα με λαβύρινθο. Να μην ξέρεις πού πατάς κι ας είναι η συνέχεια του χεριού σου το κινητό με το gps. Να βλέπεις συνεχώς ένα καινούριο μέρος, μαγαζί,  διαφορετικούς ανθρώπους, πολυάριθμες εκδηλώσεις, πολλές επιλογές στα πάντα. Να χάνεσαι, αλλά να σου αρέσει αυτός ο διαφορετικός -εντάξει, όχι καθαρός- αέρας που σου δίνει η Αθήνα. Ο αέρας της ελευθερίας, αυτός που χαρακτηρίζει όλη την πόλη.

Σημείο διασταύρωσης όλων το κέντρο και κυρίως για όσους χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, γιατί κακά τα ψέματα, ποιος βρίσκει να παρκάρει εύκολα στο κέντρο; Στα σοκάκια του συναντάς κάποιον που είτε θα φωτογραφίζει την Ακρόπολη από μακριά, είτε κάποιο γκράφιτι σε κάποιον τοίχο, είτε ένα μαγαζί. Μπορεί περπατώντας την Ερμού από Μοναστηράκι-Σύνταγμα αργά το βράδυ, που είναι και η μόνη ώρα που θα τη διασχίσεις όντως σε δέκα λεπτά και χαζεύοντας τις βιτρίνες, να συναντήσεις μεθυσμένες παρέες που γελάνε σαν να μην υπάρχει αύριο και ζουν τη στιγμή. Μπορεί να συναντήσεις όμως κι ανθρώπους που έχουν στημένο sleeping bag στον δρόμο ή οτιδήποτε άλλο γιατί δεν έχουν στέγη. Μια πόλη που σε συγκινεί συνέχεια, σου δίνει στο πιάτο τα πάντα και θέλοντας και μη περνάνε δίπλα σου και τα ωραία και τα άσχημα της ζωής.

Μπορεί να παρασυρθείς από τη γοητεία που όλο και κάποιος μουσικός του δρόμου θα σου προσφέρει με τις νότες του, μπορεί να λατρέψεις τα στενά δρομάκια της Πλάκας ή τη θέα από τα βραχάκια μ’ έναν μηλοκλέφτη στο χέρι. Θα πιεις και θα τσιμπήσεις κάτι στα μεζεδοπωλεία στο φημισμένο Κουκάκι και στην πολυαγαπημένη γειτονιά στου Ψυρρή, αλλά και στον πεζόδρομο στο Αιγάλεω κι αν είσαι τυχερός θα βρεις και ζωντανή μουσική. Θα πιεις μια μπίρα στα Εξάρχεια ή στην Κυψέλη, κρασί στην πλατεία στο Παγκράτι, καφεδάκι και βόλτα στο Θησείο -ιδανικά για οποιαδήποτε εποχή- βόλτα στους Αμπελόκηπους. Θαυμάζεις θέα στον λόφο Φιλοπάππου και δεν ξεχνάς τον Λυκαβηττό. Αν έχεις όρεξη για πεζοπορία ανεβαίνεις κι Υμηττό. Για επιδόρπιο επιλέγεις Πετρούπολη και Γαλάτσι και θέα Δηλαβέρη.

Και μπορεί να περπατάς δίπλα στη θάλασσα και να σου λείπει αυτό το κάτι που έχει το νησί, αλλά σίγουρα μπορείς να συνοδεύσεις το φαγητό σου δίπλα στο Μικρολίμανο στον Πειραιά, στη Μαρίνα Φλοίσβου, Ζέας, στον Άλιμο και τη Γλυφάδα. Να μην αδικήσουμε και τ’ ανατολικά, στη Λούτσα και την Αρτέμιδα. Κι όσο ο καιρός κρυώνει, μια Κηφισιά παρέα με ζεστή σοκολάτα και το αγαπημένο σου παλτό είναι ότι πρέπει, προτείνοντας Χαλάνδρι με τις άπειρες επιλογές του, Αγία Παρασκευή, Ηράκλειο και Μαρούσι.

Θα ευχαριστηθείς εκδηλώσεις στο Μέγαρο Μουσικής, στο ίδρυμα του Σταύρου Νιάρχου, στην Τεχνόπολη στον Κεραμεικό. Θα επισκεφτείς το Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, θα διασκεδάσεις με ασφάλεια στο Allou Fun Park, θα δοκιμάσεις να πας σε όλα τα escape rooms της πόλης, καθώς και σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Θα ταξιδέψεις, μιας που η πρωτεύουσα σου δίνει άμεσα πρόσβαση σε όλα. Θα χορτάσεις σινεμά σε μεγάλες αίθουσες με ποπ κορν και νάτσος να πέφτουν από παντού, θα πάρεις καμιά τούμπα δοκιμάζοντας πατινάζ, θ’ ακούσεις τους αγαπημένους σου σε ποικίλες συναυλίες και ”θες μπουζούκια, πάμε”, θα γευτείς φαγητό από πολλά μέρη του κόσμου. Θα κάνεις μια βόλτα και από το Καζίνο της Πάρνηθας, ίσως επισκεφτείς και κάνα χιονοδρομικό.

Μια πόλη για να χαθείς, για να ξεχάσεις, να καψουρευτείς, να πιάνει το μάτι σου συνεχώς κάτι διαφορετικό, πράγματα που στην επαρχία δε συναντάς. Κι όσο εσύ θα περιμένεις ν’ ανάψει το δικό μου φανάρι πράσινο και να γυρίσω πίσω, εγώ θα το σταματάω στο κόκκινο και θα φροντίζω συνέχεια να σου δείχνω γιατί μένω εδώ. Στην πόλη που είναι στο χέρι σου, να μη βαρεθείς ποτέ.

Συντάκτης: Κορίνα Γιούρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου