Δε θέλω να σου λείπω. Όχι, δεν το δέχομαι. Με βγάζεις απ’ τη ζωή σου τόσο άχαρα λες και δεν ήμουνα τίποτα για σένα. Λες κι όλα τα «σ’ αγαπώ» που σκόρπισες δεν είχαν καμία βαρύτητα κι ήταν απλά κούφιες λέξεις. Τελικά κατάλαβα πως όντως κούφιες ήταν. Δεν είχαν ούτε συναίσθημα ούτε καν την παραμικρή συμπάθεια. Αλλά τι περιμένεις από έναν άνθρωπο κενό που το μόνο που τον γεμίζει είναι ο εγωισμός του;

Δε σου επιτρέπω να γυρίσεις πίσω στη ζωή μου. Μην έρθεις  ξανά, μην το κάνεις πιο δύσκολο απ’ ό,τι είναι. Θα βρεις όλες τις πόρτες κλειστές, ακόμα και τα παντζούρια θα κλείσω . Θα σφραγίζω όλες τις χαραμάδες, να είμαι σίγουρη πως δε θα βρεις την παραμικρή είσοδο για να ξαναμπείς. Όλα είχαν πόνο. Τα «πήγαινε» και τα «έλα σου». Τα «θέλω» και τα «μη» σου. Τα «σ’ αγαπάω» και τα φιλιά σου. Μα περισσότερο πονάνε οι αναμνήσεις μας. Αυτές οι πουτάνες οι αναμνήσεις που κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έρχονται και με παίρνουν αγκαλιά.

Δε θέλω να μου λείπεις. Όχι, δεν θα το επιτρέψω ξανά στον εαυτό μου να σε λησμονήσει. Δε θέλω να μου λείπουν τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια που με κάθε τους βλέμμα με έκαναν να πετάω στους εφτά ουρανούς, μέχρι που μια μέρα με άφησαν να πέσω στο κενό.

Θυμάσαι που μου έλεγες να αφεθώ; Εγώ αρνιόμουν γιατί μέσα μου ήξερα. Το ένιωθα, το γνώριζα πως θα φτάναμε σε αυτό το σημείο. Αλλά αφέθηκα όπως μου ζήτησες. Μου έλεγες πως θα είσαι δίπλα μου και ότι εσύ δε θα με κάνεις να πονάω. Υποσχέσεις του κώλου. Τώρα πού είσαι; Τώρα που πονάω για σένα, εσύ πού είσαι;

Δεν έκλαψα το βράδυ που έφυγες. Αλήθεια, ούτε που βούρκωσα. Θύμωσα, νευρίασα, γέλασα με το θράσος σου να υπόσχεσαι τόσα ενώ με άδειασες με τέτοια ευκολία. Για όλα τα μεγάλα λόγια και τα δήθεν συναισθήματα, για το ψεύτικο ενδιαφέρον που απλώς ξέχασες και διέγραψες σε μια στιγμή, τι ειρωνεία.

Σε ξέχασα, σε ξεχνάω. Θα σε ξεχάσω και θα γίνεις ένα τίποτα που ανήκει στο παρελθόν. Θα κλείσω όλες τις πόρτες κι αν ποτέ σου θελήσεις να με ξαναδείς, μόνο τοίχους θα βρίσκεις. «Δεν μπορώ να σε ξαναδώ γιατί δε θα μπορέσω να σε ξαναφήσω» και στο στίχο του Σεφέρη θα προσθέσω κι ένα «δε θέλω». Δε θέλω να σε ξαναδώ, δε μου κάνεις καλό.

Δεν ξέρω αν ήσουνα ο άνθρωπός μου, δεν ήμουν ποτέ σίγουρη. Αν πάλι ήσουν, λάθος δικό σου που με έχασες για ακόμα μια φορά. Μια φορά ακόμα μου είπες με τις πράξεις σου να προσπαθήσω να σε ξεχάσω και να μη συνεχίσω άλλο αυτή τη μάχη. Κι αυτό θα κάνω λοιπόν.  Γιατί κουράστηκα να χαραμίζω το παρόν μου για ένα παρελθόν που δεν έχει μέλλον.

Σε ξέχασα, σε ξεχνάω και ναι, θα σε ξεχάσω.

Συντάκτης: Λουκία Χριστοδούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη