Ξαφνικά κοιτάζεσαι ένα πρωί στον καθρέφτη και δεν καταλαβαίνεις πώς έφτασες εδώ που έφτασες. Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να σε αλλάζει τόσο πολύ ένας έρωτας. Δε γίνεται να χάνεις τον εαυτό σου, κάθε ρανίδα αυτοσυγκράτησης που είχες, να γίνεσαι δέσμιος ενός πάθους που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Κι όμως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός «σωστού» έρωτα -αν υπάρχει αυτό που ορίζεται σωστό στον έρωτα- κι ενός μεγάλου, σπουδαίου έρωτα, ο οποίος ακόμη κι αν τελειώσει, θα συνεχίσει να ζει μέσα σου- γιατί βλέπεις η σπίθα του δεν μπορεί να σβήσει.

Οι μεγάλοι έρωτες μπορεί να συνοδεύονται από εκείνες τις πεταλούδες στο στομάχι, από χαμόγελα ευτυχίας κι αγκαλιές μέχρι το πρωί κι από την άλλη, από απίστευτο πόνο, λάθη κι ένα κενό που θεωρείς ότι δεν πρόκειται να το καλύψει κάποιος, όσο καλός κι αν είναι, γιατί εσύ είχες ήδη το καλύτερό σου, απλώς δεν ήξερες πώς να το αντιμετωπίσεις -κι ούτε κι αυτό εσένα. Ζεις την προσωπική σου κόλαση, βλέπεις και δεν αγγίζεις, ποθείς κι απορρίπτεσαι. Μέχρι που καταλήγεις πρωταγωνιστής σε ένα θέατρο του παραλόγου, περιμένοντας τον Κοντό δίχως σενάριο, με μόνο σύμμαχο την ανύπαρκτη λογική και κακό κρασί, που περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο.

Έρωτες καταδικασμένοι να κλείνουν ο ένας την πόρτα του άλλου, μα μόλις ο ένας από τους δύο αποφασίζει να ξεκόψει και να συνεχίσει τη ζωή του βρίσκει εμπόδιο. Είναι στ’ αλήθεια ο έρωτας εμπόδιο; Είναι, γιατί μπροστά του χάνεις κάθε έλεγχο και ξαφνικά θεωρείς τον εαυτό σου γενναίο που απλώς βασανίζεις τον άλλον, χωρίς να του δίνεις αυτό που θέλει. Το ίδιο που θέλεις κι εσύ. Εκείνο το “μαζί” που πεθαίνεις ν’ ακούσεις και να ζήσεις. Εγωιστές και δειλοί οι ερωτευμένοι, όταν δεν κοιτάζονται στα μάτια, όταν δε μοιράζονται οι ζωές.

 

 

Τα λάθη σ’ έναν τέτοιο μεγάλο έρωτα στοιχίζουν. Όταν ξεπεράσεις τη λεπτή γραμμή και χάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν ξανά όπως πριν. Θυμάσαι τις στιγμές που έζησες κι ανοίγεις κάθε φορά και μια καινούργια πληγή, η οποία όσο δεν απομακρύνεσαι, δεν κλείνει. Και μένεις παγωμένος αυτή τη φορά, όχι αθάνατος πρωταγωνιστής αλλά απλός θεατής, να βλέπεις την αυλαία να πέφτει, ανίκανος να σώσεις τον μεγάλο σου έρωτα. Κι είναι αλήθεια περίεργο πως κανείς δε σκέφτεται ότι τα συναισθήματα είναι εκεί κι αν θέλατε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, ώστε να παραχωρήσετε όλες σας τις αντιστάσεις δε θα γινόταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Σε μια τέτοια μάχη, λοιπόν, κι οι δύο πλευρές ηττούνται κατά κράτος. Κι η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν έχει λογική.

Όπως λογική δεν έχει το να μην μπορείς να προγραμματίσεις τη σκέψη σου, τις κινήσεις σου, να μην αντέχεις να προχωρήσεις βήμα παρακάτω, να αγγίζεστε και να ξεχνάτε ποιοι είστε, να γεννιέστε πάλι ο ένας μέσα από τα φιλιά του άλλου. Απλώς, σ’ αυτή την περίπτωση καθιστάτε τον εαυτό σας αθάνατο. Σε κρατάει αγκαλιά, νομίζει ότι έχει κατακτήσει τον κόσμο όλο και κάθε χάδι σας καίει το δέρμα. Ξαφνικά γίνεσαι αδύναμος και δίνεις κάθε εξουσία να σ’ ελέγχει· δεν κάνει κατάχρηση αλλά αντίθετα σου δίνει τις ίδιες ελευθερίες. Αυτή η στιγμή είναι και η μεγαλύτερη επιβεβαίωση ενός ερωτευμένου.

Συνήθως, βέβαια, αυτές οι σχέσεις δεν έχουν αίσιο τέλος για να προσμένει κάποιος, όποιο κι αν είναι αυτό. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ακράδαντα ότι κρύβουν κι έρωτα κι αγάπη και πάθος κι όλα εκείνα που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να νιώσει σπάνιος, μοναδικός κι αήττητος κι ας υποχώρησε τελικά απέναντι στον άλλο. Φτάνει να ρίξει εκείνον τον καταραμένο εγωισμό, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει ότι “εγώ είμαι εδώ, όποιο και αν είναι το τίμημα”.

Συντάκτης: Βαρβάρα Αθανασίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου