Η Emma Goldman είναι μια γυναίκα που δε φοβήθηκε ποτέ να εκφράσει τις ιδέες της και να αγωνιστεί γι’ αυτές. Γεννήθηκε το 1869 σε ένα Εβραϊκό γκέτο της Λιθουανίας, από μια απόμακρη μητέρα κι έναν βίαιο πατέρα ο οποίος ήθελε να την αναγκάσει να παντρευτεί από τα 15 της χρόνια. Όταν η ίδια αρνήθηκε, ο πατέρας της τής πέταξε το βιβλίο των Γαλλικών στη φωτιά και της είπε πως τα κορίτσια δε χρειάζεται να γνωρίζουν πολλά και πως όσα πρέπει να γνωρίζει μια Εβραία κόρη, είναι πώς να μαγειρεύει και πώς να δώσει στον άντρα της πολλά παιδιά.

Στα 16 της έφυγε από το σπίτι της για τη Νέα Υόρκη, όπου ανακάλυψε τον εαυτό της και την πραγματική της ταυτότητα, όπως είπε. Υπερασπιζόταν την ελευθερία, τα δικαιώματα στην εργασία και πέρασε όλη της τη ζωή φωνάζοντας για επανάσταση απέναντι στα καπιταλιστικά καθεστώτα. Σοκαρισμένη από την ιστορία εκτέλεσης ακτιβιστών που προασπίζονταν καλύτερες συνθήκες εργασίας στο Σικάγο, συντάχθηκε στο σώμα ανθρώπων που πάλευαν για καλύτερες συνθήκες εργασίας κι αργότερα, έγινε ανaρχική. Αντίθετα, με το πόσο διαστρεβλωμένη και συνυφασμένη με χάος μπορεί να είναι αυτή η λέξη, η φιλοσοφία της Goldman υποστήριζε την προσωπική ελευθερία κι άρνηση σε θεσμούς που πίστευε πως είναι καταπιεστικοί όπως οι κυβερνήσεις, η θρησκεία, οι πόλ3μοι κι ο γάμος. Αν και η ίδια παντρεύτηκε κυρίως για λόγους υπηκοότητας, αρνούνταν τον παραδοσιακό θεσμό του γάμου και δεν έκανε ποτέ της παιδιά.

Το 1892 η Goldman μαζί με τον Αλεξάντερ Μπέρκμαν, ηγετικό μέλος του αναρχικού κινήματος, σχεδίασαν την εκτέλεση του μεγαλοβιομήχανου Χένρι Κλέμ Φρικ. Ο Φρικ θεωρούταν υπεύθυνος για τη δ@λοφονία 9 εργατών κατά τη διάρκεια μιας απεργίας στα χαλυβουργία του Χόουμσεντ. Ο Μπέρκμαν πuροβόλησε τον βιομήχανο στο γραφείο του άλλα κατάφερε μόνο να τον τραυματίσει, καταδικάστηκε κι έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια, ενώ για την Goldman δεν υπήρξαν στοιχεία ανάμιξης.

Σταδιακά, έγινε μια από τις πιο γνωστές ριζοσπαστικές φιγούρες στην Αμερική, της οποίας η δύναμη στην ομιλία και στις λέξεις παρουσιαζόταν ως μια βαριοπούλα. Η ρεπόρτερ Nelly Bly την παρουσίασε ως μια μικρή Ιωάννα της Λωραινης.

Η Goldman φυλακίστηκε αρκετές φορές για τις ιδέες της. Μια από αυτές ήταν στις 11 Φεβρουαρίου του 1916, όταν συνελήφθη επειδή μοίραζε φυλλάδια για την αντισύλληψη. Η ίδια κατάλαβε τη σπουδαιότητα της αντισύλληψης όταν εργάζονταν ως νοσοκόμα φτωχών μεταναστών. Το 1900, σύμφωνα με το Rosa Progressive, ξεκίνησε να βάζει λαθραία αντισυλληπτικά στις ΗΠΑ, ενω λέγεται ότι μέσα από τα κείμενά της ήταν αυτή που ενέπνευσε τη Μάργκαρετ Σάνγκερ, τη γυναίκα που άνοιξε την πρώτη κλινική για αντισύλληψη στις ΗΠΑ.

Μία ακόμη φορά συνελήφθη όταν σε ομιλία της προέτρεψε τους άνεργους εργάτες να ζητήσουν δουλειά, λέγοντας «αν δε σας δώσουν δουλειά ή ψωμί, πάρτε το ψωμί» (alerta.gr).  Η ίδια καταδικάστηκε με αυτή της τη δήλωση ως υποκινήτρια ταραχών.

Η Goldman, επίσης, υπήρξε μια από τις πρώτες υποστηρίκτριες των δικαιωμάτων τον ομοφυλόφιλων και της σ3ξουαλικής ελευθερίας. Η ίδια έχει γράψει: «Απαιτώ την ανεξαρτησία της γυναίκας, το δικαίωμα να συντηρείται μόνη της, να ζει για τον εαυτό της, να αγαπά όποιον θέλει ή όσους θέλει. Απαιτώ ελευθερία και των δύο φύλων, ελευθερία κινήσεων, ελευθερία στην αγάπη και στη μητρότητα.», (Νικολέτα Οικονόμου, Παρασκευή Κουτσοδήμα, Πάτρα, 2016).

Οι ιδέες της Goldman αποτελούσαν κάτι το σοκαριστικό κι επικίνδυνο, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, με το FBI να την ανακηρύσσει μια από τις πιο επικίνδυνες γυναίκες στην Αμερική. Το 1919 έγινε η απέλασή της πίσω στη Ρωσία, η οποία βρισκόταν ήδη σε μια επανάσταση των πολιτών. Φτάνοντας εκεί, δεν άργησε να καταλάβει ότι η χώρα μετά την επανάσταση δεν ήταν μια ουτοπία των δικών της ονείρων, άλλα άλλο ένα καταπιεστικό καθεστώς διατεθειμένο να καταπατήσει τα δικαιώματα του ίδιου του τού λαού. Μετά από τη γνωριμία της με τον Λένιν, η ίδια απογοητεύτηκε με την καινούργια κομμουνιστική κυβέρνηση. Ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη μιλώντας για την καταπίεση των Σοβιετικών, το οποίο την έκανε να εκδιωχθεί από χώρες όπως η Σουηδία κι η Γερμανία.

Όσο βρίσκονταν εξόριστη, έζησε κάποιο διάστημα στη Γαλλία οπού κι έγραψε την αυτοβιογραφία της “Living my life” (1931). Όταν εκδόθηκε μια κριτική γι’αυτήν στη New York times, προέτρεψε τους αναγνώστες να μην επικεντρωθούν στα πολιτικά πιστεύω της Goldman άλλα να τη δουν περισσότερο σαν μια αυτοβιογραφία ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Κάποιοι διαφώνησαν με αυτό. Μια ακόμη κριτική μίλησε για χίλιες πληκτικές σελίδες φανατισμού.

Επέστρεψε στην Αμερική το 1934 και στα 60 της πλέον χρόνια έκανε τα τελευταία ταξίδια ομιλιών σε όλη τη χώρα. Οι ομιλίες της επικεντρώθηκαν απέναντι στον φασισμό της Γερμανίας και του κομμουνισμού της Ρωσίας, εξοργίζοντας ανθρώπους και στις δύο πλευρές. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που είχε παλαιότερα στη διάρκεια μιας δίκης της (contrainfo.espiv.net):

– Υπάρχει καμία κυβέρνηση πάνω στη γη που εγκρίνετε τους νόμους της;

– Όχι κύριε, διότι όλοι είναι εναντίον του λαού.

– Και γιατί δε φεύγετε από αυτή τη χώρα από τη στιγμή που δε σας αρέσουν οι νόμοι της;

– Και πού να πάω; Παντού πάνω στη γη οι νόμοι είναι εναντίον των φτωχών.

Στα 67 της ταξίδεψε στη Βαρκελώνη για να σταθεί δίπλα σε εργαζόμενους κι αναρχικούς οι οποίοι αντιστάθηκαν στον φασισμό στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου. Τους αποκάλεσε ένα λαμπρό παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο και σε ένα κοινό 10.000 ατόμων, είπε πως τα ιδανικά σας είναι τα δικά μου ιδανικά τα τελευταία 45 χρόνια και θα παραμείνουν μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

Τον Μάιο του 1940, η Goldman στα 70 της χρόνια έφυγε από τη ζωή από ένα εγκεφαλικό, στο Τορόντο του Καναδά. Ποτέ δε δίστασε να εκφράσει και να δώσει μάχη γι’ αυτά που πίστευε, ακόμα κι αν το τίμημα ήταν η απέλασή της, η φυλάκισή της ή ακόμα κι απειλές κατά της ίδιας της τής ζωής. Όπως έγραψε η ίδια σε ένα γράμμα προς ένα φίλο της, «κάποτε, κάποια στιγμή, πολύ καιρό μετά, που θα έχουμε φύγει, η ελευθερία θα σηκώσει ξανά περήφανα το κεφάλι της. Είναι στο δικό μας χέρι να ανάψουμε τη φλόγα, κι όσο αμυδρό και να φαίνεται σήμερα είναι η πρώτη σπίθα».

 

Πηγή φωτογραφίας: Τeen vogue

Συντάκτης: Ισμήνη Κ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου