Δεν έχω υπομονή. Δεν έχω. Στη ζωή μου δεν μπορώ να περιμένω κανέναν. Οπότε μη γυρίσεις και μου πεις να σε περιμένω. Δεν έχω χρόνο. Η ζωή μου τρέχει. Εγώ δεν μπορώ να μείνω στάσιμη. 

Όταν με έπιαναν όμως οι τρέλες μου, πάντα σε ‘ψαχνα να σου μιλήσω. Ποτέ δεν ερχόμουν όμως. Γι’ αυτό και δεν ξέρω πώς βρέθηκα να περιμένω στα σκαλιά σου. Αλλά δεν κατεβαίνεις, και έχει και κρύο και είμαι και άρρωστη. Καψούρα, όμως όχι ίωση.

Πότε με βηχαλάκι, πότε με πυρετό. Στο βήχα όμως δεν ξημεροβραδιάζεσαι έξω από σπίτια. Στον πυρετό τα καις κιόλας. Εσύ το καις το σπίτι, ο άλλος θα ‘ρθει να σε σώσει απ’ τον πνιγμό; Καμιά φορά ανεβαίνεις εσύ 99 σκαλιά και περιμένεις από τον άλλον να κατέβει αυτό το γαμημένο ένα. Αλλά ούτε αυτό δεν είναι ικανός. Πράξεις θέλω. Show me, don’t tell me. Δείξε μου ότι αξίζει να σαπίσουν τα πόδια μου στα σκαλιά σου και δε θα σηκωθώ μέχρι να έρθει και να με μαζέψει η Πρόνοια. Και έχει και κάτι και γαμώ κρυοπαγήματα, πολύ θα γούσταρα να κάνω παρέα μαζί τους.

Και θα φάω κανά παγωτάκι μες το χειμώνα μέχρι να κατέβεις, θα χώσω τα ακουστικά να μην υπάρχει ο κόσμος γύρω μου, να καπνίζω χωρίς αύριο. Κατέβα όμως, γιατί εκνευρίζομαι.

Και περνάνε τα λεπτά και δεν κατεβαίνεις. Ανέκαθεν γούσταρες να με εκνευρίζεις. Την έβρισκες με τα νεύρα μου. Εγώ ήθελα να σε πλακώσω. Και μετά να σε φιλήσω να περάσει. Και επειδή ξέρεις ότι δε θα περίμενα ποτέ κανέναν, γι’ αυτό δεν κατεβαίνεις. Τι είδος ασιατικών βασανιστηρίων είναι αυτό;

Μην κατέβεις ποτέ, δεν πειράζει. Σηκώνομαι και φεύγω. Δεν είμαι για πολλά. Πολύ το κουράσαμε. Πολύ μας κουράσατε. Πολύ μας κούρασε η απουσία σας. Επειδή όμως αυτά που θέλω να πω θα στα πω, θα τα ακούσεις. Δεν έχω μάθει να φεύγω, δεν έχω μάθει να χάνω. Θα στα γράψω στον τοίχο και θες δε θες θα τα διαβάσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάθε φορά που θα περνάς από εκεί θα τα διαβάζεις.

Πού να γράφω ολόκληρα κατεβατά; Ας γράψω μια πρόταση. Θα καταλάβει τον εκνευρισμό μου με μία πρόταση; Τελειώνει και η μπογιά, ας είναι σύντομη. Κρίμα, είναι και φρεσκοβαμμένοι οι τοίχοι. Χεστήκαμε για τους τοίχους. Άμα είναι να το δεις, βάφω και όλη την πολυκατοικία. Αρκεί μία φράση. Οποιαδήποτε, εκτός από αυτή. «Σε θέλω.»

Τώρα δε θέλω να κατέβεις. Όταν με θυμηθείς κατέβα και δες τις μουντζούρες απ’ τα χεράκια μου. Μην με ψάξεις. Σου άφησα κάτι όμορφο να με θυμάσαι, μιας κι εμένα δε θα με ξαναδείς.

Φεύγω. Εξαφανίζομαι. Μη ρωτάς γιατί. Ποτέ δεν μένω εκεί που περιμένω. Ποτέ δεν μένω εκεί που ζητάω πιο πολλά απ’ όσα μπορούν να μου δώσουν. Ποτέ δεν μένω πουθενά.

Μη ρωτάς γιατί φέρομαι σαν 5χρονο και γράφω τους τοίχους. Όταν το είδες χαμογέλασες; Τότε αυτό που είχα να πετύχω, το πέτυχα. Χαμογέλασες, ακόμα και αν δεν ήμουν εκεί να σε δω.

Να ‘χεις κάτι ωραίο να με θυμάσαι, να χαμογελάς, ρε μπάσταρδε.

Τις νύχτες που δεν έχεις κανέναν και δεν ανέχεσαι ούτε την σκιά σου. Που ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι το τσιγάρο σου να καίγεται. Που σε διώχνει το ίδιο σου το σπίτι, σε απωθεί το μυαλό σου. Που δε θέλεις κανέναν και δε συμβιβάζεσαι με απουσίες. Θα με ψάχνεις, αλλά δε θα είμαι πουθενά. Κατέβα κάτω, και ρίξε μια ματιά.

Αν ξαναχαμογελάσεις θα είμαι λίγο παραπάνω ευτυχισμένη. Γιατί δεν έχει σημασία τι κοιτάς όταν χαμογελάς, αλλά τι σκέφτεσαι. Ακόμα και αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα. Ήμουν εκεί και σ’ αγαπούσα. Κατέβα και δες το.

Και αν θες ξέχασε και το όνομά μου, έτσι και αλλιώς εμένα δεν πρόκειται να με ξεχάσεις ποτέ. Αν θες μην το ξανακοιτάξεις. Βάψε τον τοίχο. Κάθε φορά που θα τον κοιτάς, όμως, θα τον σκέφτεσαι γραμμένο. Βάψ’ τον ρε. Αλλά να θυμάσαι ότι όταν το έγραφα χαμογελούσα.

Καληνύχτα, ξένε.

 

 Επιμέλεια Κειμένου Δέσποινας Διαμαντοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά

 

Συντάκτης: Δέσποινα Διαμαντοπούλου