Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιήσαμε πόσο σημαντικό είναι να είμαστε χαρούμενοι στη ζωή μας και να απολαμβάνουμε τις στιγμές μέσα σ’ αυτήν. Πόσο σημαντικό είναι ένας άνθρωπος να καταφέρνει να πετυχαίνει κάτι τέτοιο ανάμεσα στις τόσες δουλειές, υποχρεώσεις και τρεχάματα που υπάρχουν μέσα στη ρουτίνα του. Έτσι όταν βλέπουμε κάποιον να φαίνεται χαρούμενος, εκλαμβάνουμε την όλη εικόνα θετικά ίσως μάλιστα και μ’ ένα αίσθημα θαυμασμού. Άλλωστε η λέξη από μόνη της, η έννοια, το συναίσθημα που εκπροσωπεί, εκπέμπουν κάτι το όμορφο, το απολαυστικό, ξέγνοιαστο κι ανάλαφρο.

Δυστυχώς όμως παρατηρούνται όλο κι αυξανόμενες καμουφλαρισμένες περιπτώσεις χαράς. Περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν επιδιώκουμε τη χαρά στη ζωή μας καθαρά και μόνο για να απολαύσουμε στιγμές, αλλά γίνεται χρήση της με κύριο σκοπό να γεμίσουμε άλλα κενά μέσα μας, κενά που πρωτίστως δημιουργούν άλλα αρνητικά συναισθήματα και η έλλειψη ευτυχίας από τη ζωή μας.

Έχουμε δώσει τόση σημασία και βαρύτητα στη χαρά που δημιουργήσαμε μια παγίδα που την κάνει εθιστική, της δίνει την ιδιότητα του ναρκωτικού από το οποίο παθαίνουμε εξάρτηση και δεν μπορούμε να αφήσουμε μέρα, ώρα και λεπτό χωρίς να πάρουμε τη δόση μας. Κι αυτό, γιατί μπερδέψαμε τη σημασία της λέξης χαρά με τη σημασία της λέξης ευτυχία. Γιατί πιστέψαμε πως το να είμαστε χαρούμενοι συνεπάγεται και πως είμαστε κι ευτυχισμένοι. Έτσι καταντήσαμε να κυνηγάμε τη χαρά από πίσω και για όσο την αγγίζουμε λίγο, για όσο την κατακτούμε, νιώθουμε ευτυχισμένοι, ή καλύτερα νομίζουμε πως νιώθουμε ευτυχισμένοι. Μέχρι να περάσει η επίδραση της συγκεκριμένη δόσης κι έπειτα ψάχνουμε απεγνωσμένα την επόμενη στιγμή.

Το θέμα δεν είναι πως δεν έχουμε δικαίωμα στη χαρά, φυσικά κι έχουμε. Μάλιστα επιβάλλεται να μπορούμε να απολαμβάνουμε και να χαιρόμαστε τη ζωή μας, ακόμη κι αν δεν έχουμε πετύχει ακόμη τους στόχους μας, ακόμη κι αν τα πράγματα δεν είναι ακόμη «τέλεια» κι «ιδανικά» όπως τα έχουμε μέσα στο μυαλό  μας. Το θέμα εδώ έγκειται στο κίνητρο. Κάνουμε κάτι πραγματικά για να χαρούμε ή το κάνουμε ώστε το αίσθημα αυτό να καλύψει κάποιο άλλο αρνητικό; Κι ακόμη κι αν δεχτούμε πως υπάρχουν στιγμές που το κάνουμε κι αυτό, διότι είμαστε άνθρωποι και χρειαζόμαστε τις τονωτικές μας ενέσεις για να ανέβουμε πού και πού, πόσο συχνά γίνεται αυτό; Αν είμαστε διαρκώς μ’ ένα αίσθημα και μια σκέψη εθισμού προς αυτό που μας προκαλεί χαρά, τότε είναι πρόβλημα.

Πώς το καταλαβαίνουμε; Καταρχάς να ξεδιαλύνουμε δύο πράγματα. Το αίσθημα της ευτυχίας όταν έρχεται έχει διάρκεια, τουλάχιστο μεσοπρόθεσμη. Δεν εξαρτάται άμεσα από κάτι άλλο, δεν έρχεται μαζί με κάτι άλλο, δε φεύγει όταν αυτό το άλλο φύγει. Δεν είναι δηλαδή τόσο εφήμερο. Είναι μια συναισθηματική κατάσταση κατά την οποία αισθανόμαστε μια εσωτερική ηρεμία και πληρότητα. Όταν λέμε βρε παιδί μου πως είμαστε καλά με τον εαυτό μας και το εννοούμε, το νιώθουμε μέσα μας, λες κι όλα βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να είναι, λες κι όλα τα κομμάτια του παζλ πήραν τη θέση τους. Δεν αισθανόμαστε να μας λείπει κάτι, δε νιώθουμε πως επιθυμούμε κάτι διακαώς σε σημείο που να καταλαμβάνει χώρο στο μυαλό μας και να μη μας αφήνει να ηρεμήσουμε. Δεν ψάχνουμε διαρκώς να βρούμε να κάνουμε κάτι για να αισθανθούμε καλά. Φυσικά και μέσα σ’ αυτό το αίσθημα υπάρχουν κι αρνητικά, αλλά ακόμη κι αυτά είναι δουλεμένα, τα έχουμε αναγνωρίσει, τα έχουμε αποδεχτεί ή τα δουλεύουμε ακόμη και δεν τα φοβόμαστε. Είναι κι αυτά μέρος της προκείμενης ευτυχίας που αισθανόμαστε.

Το αίσθημα της χαράς από την άλλη, είναι πιο εφήμερο, πολύ πιο μικρής διαρκείας κι εξαρτάται συνήθως από κάτι που θα κάνουμε, θα δούμε, θα ακούσουμε, θα βιώσουμε τις συγκεκριμένες στιγμές. Μόλις η στιγμή παρέλθει όμως, σταδιακά και το αίσθημα της χαράς εξασθενεί. Εν απουσία λοιπόν του αισθήματος της ευτυχίας κι εν μέρει και λόγω άρνησης μετωπικής αντιμετώπισης του όποιου αρνητικού συναισθηματικού κενού που υπάρχει, ψάχνουμε υποκατάστατα τα οποία βρίσκουμε στις πολλές εφήμερες στιγμές χαράς.

Για παράδειγμα μεταφέροντάς το και στο σύγχρονο τεχνολογικό κόσμο, μπορεί κάποιος να ανεβάζει διαρκώς φωτογραφίες και στόρι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προβάλλοντας το πόσο χαρούμενος και πόσο καλά περνάει. Μπορεί μια μητέρα να καταπιάνεται διαρκώς με τη μαγειρική ή τη ζαχαροπλαστική που τόσο λατρεύει και της δίνει χαρά και μόλις φτιάξει το ένα γλυκό, αρχίζει και κάνει σκέψεις και πλάνα για την επόμενη παρασκευή. Άλλος πάλι μπορεί να επιλέγει να περνάει ένα ολόκληρο παρασκευοσαββατοκύριακο έξω πίνοντας, γλεντώντας, χορεύοντας ώστε να αισθανθεί αυτή τη χαρά.

Επιφανειακά, όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνονται φυσιολογικά εκ πρώτης. Πίσω απ’ αυτά όμως μπορεί να κρύβεται η έλλειψη ευτυχίας που προκαλείται από διαφορετικούς αρνητικούς λόγους για τον κάθε άνθρωπο. Είτε λόγω μη ικανοποίησης στο εργασιακό περιβάλλον κι επιθυμίας αλλαγής δουλειάς. Είτε είναι η αδυναμία διαχείρισης μιας μητέρας του γεγονότος πως τα παιδιά της μεγάλωσαν πια, δεν είναι η κύρια ενασχόλησή της και προσπαθεί να γεμίσει τις ώρες και να κρατά το μυαλό απασχολημένο με κάτι που της δίνει στιγμιαία χαρά. Είτε είναι έλλειψη ερωτικής σχέσης στη ζωή ενός ανθρώπου που το επιθυμεί τόσο πολύ. Είτε οι συγκρούσεις με σύντροφο, φίλους, γονείς που φαίνονται να μην έχουν τελειωμό. Ό,τι κι αν είναι, είναι σκέψεις που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα στον άνθρωπο.

Όλα αυτά θα ήταν εντάξει αν γίνονταν χωρίς το συνεχές κίνητρο της παύσης κι αναβολής των όποιων αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων. Στο κάτω κάτω αν αυτό γίνεται διαρκώς, χάνει κι η χαρά τη σημασία της και την έννοιά της. Ταυτίζεται με κάτι από το οποίο έχουμε πάντα κάτι περισσότερο να περιμένουμε. Το οποίο αναμένουμε να έχει μια συνέχεια, μια επανάληψη. Δεν το κάνουμε πρωτίστως για να απολαύσουμε την όποια στιγμή, αλλά για να γεμίσουμε μέσα μας. Για να μη βλέπουμε τα προβληματικά μας κομμάτια, αυτά που χρειάζονται περισσότερη δουλειά και προσπάθεια για να αποβάλουμε.

Ως όντα είμαστε πολυμορφικά, με δυνατότητα εναλλαγής στη συναισθηματική μας κατάσταση, με δυνατότητα να βιώσουμε ποικίλα συναισθήματα, εκ των οποίων αρκετά είναι αρνητικά. Για κάποιο λόγο όμως, λίγο ο τρόπος μεγαλώματος, λίγο η κοινωνία, λίγο οι προσδοκίες, μας έχουν μάθει πως τα αρνητικά συναισθήματα είναι κακά, πως δεν πρέπει να τα βιώνουμε και πως αν τύχει και τα βιώσουμε, κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα ώστε να φύγουν, ή καλύτερα να συγκαλυφθούν. Έτσι πολύς κόσμος δεν αφιερώνει καν το απαιτούμενο χρόνο ώστε να αντιληφθεί τι ακριβώς αισθάνεται, να κατανοήσει την πηγή του, να το δεχτεί, να το δουλέψει. Αντίθετα πρώτιστο μέλημά του είναι να δημιουργήσει μια ευχάριστη κατάσταση ώστε να προσκαλέσει το συναίσθημα της χαρά και να δημιουργήσει αυτό τον αντιπερισπασμό. Μέχρι πότε μπορεί να γίνεται αυτό όμως;

Ο Ελβετός ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Carl Yung είπε πως χρειάζεται να ανακαλύψουμε και να συμφιλιωθούμε με τη σκοτεινή μας πλευρά για να είμαστε απόλυτα ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι. Μήπως λοιπόν για να γνωρίσουμε την ευτυχία χρειάζονται και οι μορφές λύπης στη ζωή μας; Μήπως πρέπει να πάψουμε να φοβόμαστε το αίσθημα της λύπης, να πάψουμε να μπλοκάρουμε το αίσθημα της στεναχώριας, της απογοήτευσης από κάτι που μας λείπει και δε μας κάνει ευτυχισμένος; Αν δεν το αναγνωρίσουμε, πώς θα το δουλέψουμε; Κι αν δεν το δουλέψουμε πώς θα βρούμε την πραγματική χαρά κι ευτυχία;

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου