Κάποτε, δύο δρόμοι σμίγουν και γίνονται ένας. Κάποτε το «εσύ» και το «εγώ» φτιάχνουν ένα «εμείς». Κάποτε το παρελθόν και το μέλλον συνδέονται μαγικά στο τώρα. Έρχεται ένας άνθρωπος να σε διδάξει όσα η ζωή δεν έφερε μέχρι στιγμής, να ενώσει τη σπίθα του με τη δική σου, χαζεύοντας τις φλόγες, με το ρίσκο να καείτε μαζί απ’ την ίδια σας τη φωτιά.

Οι μεγάλοι έρωτες αφήνουν σημάδια. Έρχονται σαν βόμβες, σμίγουν και καταστρέφουν τα πάντα. Διαλύουν κάθε αναστολή και προκαλούν παραισθήσεις. Κάποιες συνέπειες είναι στιγμιαίες, κάποιες μακροχρόνιες και κάποιες, ακόμα πιο επώδυνες, διαρκούν για πάντα.

Όταν κάποια στιγμή ένας τέτοιος έρωτας σφυρίξει τη λήξη του, μένεις στην άκρη του πεδίου μάχης να μετράς θύματα κι απώλειες. Όταν έχεις δώσει σχεδόν τα πάντα, χωρίς δεύτερη σκέψη, κι έχεις φτάσει σε αδιέξοδο, όταν το συναίσθημα, σοκαρισμένο, μπαίνει στην άκρη και σκέφτεσαι πιο λογικά κι όταν τα σεντόνια πάψουν να μυρίζουν κοινά όνειρα και ταυτόχρονους οργασμούς, η λήθη έρχεται να σε ξυπνήσει -όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό.

«Δε θυμάμαι τη ζωή μου πριν από ‘σένα» σκέφτεσαι και μέσα σου γίνεται η μάχη της θύμησης, της νοσταλγίας και του παράπονου. Έδωσες τόσο που άδειασες. Έζησες τόσο τη στιγμή που ξέχασες πως υπάρχει πριν και μετά. Ένιωσες τόσο που μπλόκαρες. Και μέσα σε αυτή φράση, ένα παράπονο να σου θυμίζει πως έζησες μέσα στη ζωή σου άλλη μία, μικρότερη, με αρχή, μέση και τέλος. Ένα φινάλε που μοιάζει να τα πήρε όλα μαζί του.

Αλήθεια, δε θυμάσαι το παιδί που γελούσε κι έτρεχε; Δε θυμάσαι το βλέμμα που έκλεινε προκλητικά το μάτι στη ζωή και την καλούσε κοντά του; Ξέχασες πως κάποτε ήσουν μόνο εσύ για ‘σένα; Το παρελθόν σου, τον εαυτό σου και την αγάπη πρέπει να τα προσέχεις, κι ακόμα κι όταν οι συνθήκες ζορίζουν, να μην τρέχεις να ξεφύγεις απ’ αυτά -είναι, εξάλλου, μάταιο.

«Δε θυμάμαι τη ζωή μου πριν από ‘σένα» ξεστομίζεις κι ο εαυτός σου σε χαστουκίζει για να σου υπενθυμίσει πως, παρότι ήταν εκεί για ‘σένα πάντα, εσύ τον πρόδωσες. Δεν τον τίμησες. Δεν τον σεβάστηκες. Αφέθηκες τόσο πολύ στο καινούργιο σου κεφάλαιο, που έσκισες τις σελίδες των προηγούμενων. Προχώρησες μόνος, χωρίς τον εαυτό σου. Κι έπειτα, όταν όλα τελειώσουν, η λησμονιά έρχεται να σου θυμίσει πως όταν δεν ποτίζεις τον σπόρο, αυτός ξεραίνεται.

Το να γράφεις νέες σελίδες δεν είναι απλά απ’ τις πιο υπέροχες εμπειρίες, μα ίσως κι ο αυτοσκοπός της ζωής. Σου δίνουν τη δυνατότητα να εξελιχθείς, να βιώσεις έντονα συναισθήματα, να κυνηγήσεις όνειρα πλαισιωμένα σε ιδανικές Ιθάκες. Το να ξεχνάς, όμως, ποιος είσαι, πού ήσουν κι από πού ξεκίνησες, για να τα ζήσεις όλα αυτά, είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να της ανταποδώσεις. Γι’ αυτό κι έρχεται μετά το τέλος εκείνης της μικρής παράλληλης ζωής, εκδικητικά, να ζητήσει τα ρέστα και σε κάνει να αμφισβητείς τον ίδιο σου τον εαυτό.

Δε θυμάσαι τη ζωή σου πριν απ’ τον κάθε άνθρωπο που μπαίνει σ’ αυτή, γιατί έχεις τόση ανάγκη να αγκιστρωθείς σ’ έναν έρωτα, που βλέπεις το παρελθόν σου σαν βαρίδι που θα σε τραβήξει πίσω, και συνειδητά το ξεφορτώνεσαι. Θες τόσο να πετύχει αυτή τη φορά, που ξεχνάς όσες προηγούμενες απέτυχε. Και κάνεις πάλι τα ίδια λάθη. Δίνεσαι τόσο πολύ, σχεδόν σκορπίζεσαι, που παρατάς ανεπιστρεπτί όνειρα, στόχους, ανθρώπους, προκειμένου να αφιερωθείς στην καινούργια διαδρομή.

Παραμελείς να πας εκείνο το ταξίδι, μόνος, που τόσο ήθελες, γιατί σου έμαθαν πως η ευτυχία μοιράζεται. Ξέχασες, όμως, πως και το να μοιράζεσαι με τον εαυτό σου κάποια πράγματα πληρότητα είναι. Μέχρι που η νέα περιπέτεια ρίχνει τίτλους τέλους, κι ο σταθμός αποδεικνύεται περαστικός. Το παρόν δεν έχει πια αποκούμπι το παρελθόν για να σε πάει στο μέλλον που τόσο λαχταράς να ζήσεις.

Μέσα σε μια σχέση, σε μια συνειδητή επιλογή σου και μια συνύπαρξη μ’ έναν άνθρωπο που σ’ έκανε να αισθανθείς πολλά, προφανώς δίνεις και δίνεσαι. Δεν είναι δίκαιο, εξάλλου, να κρατάς καβάτζα τα συναισθήματά σου. Οφείλεις, όμως, να θυμάσαι τον εαυτό σου. Οφείλεις να τον σέβεσαι και να ‘σαι εκεί για εκείνον.

Μετά από ένα χωρισμό σκέφτεσαι –θέλοντας και μη– λάθη που έκανες για να μην τα επαναλάβεις στο μέλλον. Ξεκίνα, λοιπόν, χρεώνοντας το πρώτο σε ‘σένα, δίχως εγωισμούς: «Δε θυμάμαι τη ζωή μου πριν απ’ αυτό τον άνθρωπο γιατί εγώ –βλακωδώς– τον έκανα προτεραιότητά μου, βάζοντάς τον πάνω κι από ‘μένα».

Όσο μεγάλη κι αν ήταν η σχέση, όσο έντονα κι αν έζησες, δε χρωστάς στον εαυτό σου τη λήθη. Είναι απελευθερωτικό να παραδίνεσαι και να ζεις απόλυτα ό,τι προκύπτει. Κάποια στιγμή, όμως, τα σύννεφα που πετάς γίνονται βροχή κι εσύ πέφτεις μαζί της στο έδαφος. Αν ξεχάσεις την αφετηρία σου θα βρεθείς, ξαφνικά, χαμένος. Ο πόνος είναι, κάποιες φορές, αναπόφευκτος κι ίσως και να αξίζει, αλλά το να θυμάσαι ποιος είσαι και πού θες να φτάσεις, βοηθάει σαν προστατευτική γάζα, απολυμαίνοντας πληγές κι απογοητεύσεις.

Κάνε τη ζωή εκείνη που δε θα ‘χει μέσα της μικρότερες ζωές. Κάνε τη ζωή εκείνη που δε χρειάζονται αυτοτελή επεισόδια σε καθένα από τα οποία θα ‘σαι και διαφορετικός ήρωας. Να θυμάσαι ανθρώπους, στιγμές και καταστάσεις. Να θυμάσαι, όμως, τον πιο σημαντικό: τον εαυτό σου. Και να μην έχεις ανάγκη να στον υπενθυμίζει κανένας αποχωρισμός, γιατί δε θα ‘χεις στιγμή ξεχάσει εκείνον, τις επιθυμίες και τις ανάγκες του.

 

Γράψε μας και τις δικές σου ατάκες και στείλ’ τις μας σε άρθρο ως 500 λέξεις, στο info@pillowfights.gr! 

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη