Η ώρα περασμένη. Ξαπλώνω να κοιμηθώ, κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι: Πότε ήσουν ευτυχισμένος τελευταία φορά; Πότε γέλασες αληθινά; Πότε αγάπησες; Κι η απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι η ίδια: «Δε θυμάμαι». Συνεχίζω ρωτώντας τον εαυτό μου πότε έκλαψε, πότε φοβήθηκε, πότε πνίγηκε συναισθηματικά τελευταία φορά. Η απάντηση πάλι μία: «Συνέχεια».

Ο ύπνος για ένα ακόμα βράδυ δε με παίρνει κι οι δείκτες του ρολογιού κινούνται αργά. Πάλι άυπνος, περιμένω να ξημερώσει, χαμένος σε σκέψεις. Χαμένος σε ένα μαύρο σύννεφο. Προσπαθώ να σηκωθώ. Δεν μπορώ. Νιώθω εγκλωβισμένος. Νιώθω να έχω αλυσίδες παντού και να μην μπορώ να κουνηθώ. Πόσον καιρό θα ζω έτσι; Σκέφτομαι ότι η ζωή τρέχει κι εγώ νιώθω αδύναμος να την κυνηγήσω, πόσο μάλλον να την πιάσω απ’ τα μαλλιά.

Τσιγάρα, μοναξιά κι άσχημες σκέψεις γεμίζουν το δωμάτιο. Δεν ήμουν έτσι. Σταδιακά άρχιζα να βάζω αλυσίδες, που μάλλον κλείδωσα συνειδητά κι άρχισα να πετάω τα κλειδιά. Αν ορίζουμε εμείς την τύχη και τη ζωή μας, τότε εγώ την εγκατέλειψα νωρίς και κατέθεσα τα όπλα. Ίσως αποδείχτηκα δειλός, σήκωσα μπροστά στο θεριό τα δυο μου χέρια και το άφησα να με κατασπαράξει.

Μα πάντα πάλευα για το καθετί. Πρέπει να παλέψω και γι’ αυτό. Η ζωή που σκέφτομαι είναι μεν μαύρη, αλλά είναι κι όμορφη. Κι αν είναι όμορφη, τις αποχρώσεις της με λίγο χρώμα μπορώ να τις αλλάξω. Κι αυτό θα κάνω.

Ξημέρωσε. Σηκώνομαι με μανία αυτή τη φορά. Τίποτα δε με κρατά πίσω. Όχι το μυαλό μου. Το σώμα μου ακολουθεί. Με κοίταξα στον καθρέπτη κι είπα πως ήταν το τελευταίο βράδυ με σκοτεινές αποχρώσεις. Από σήμερα όλα θα έχουν φωτεινά χρώματα.

Έκλεισα τα μάτια μου και σκέφτηκα τον εαυτό μου ως παιδί. Σκέφτηκα τα όνειρά μου και τι έκανα στην πραγματικότητα. Σκέφτηκα τις επιλογές μου και ποιες υπερασπίστηκα με σθένος. Σκέφτηκα τις επιθυμίες μου και πόσες άφησα στην άκρη για τύπους και κανόνες. Σκέφτηκα πόσους φίλους είχα και τους έκανα στην άκρη γιατί είχα αποκτήσει μια καινούργια «κολλητή». Σκέφτηκα πως για αρκετό καιρό τώρα όριζε τη ζωή μου κι εγώ απλά ακολουθούσα.

Σκέφτηκα πως όλα αυτά τα απέφευγα τον τελευταίο καιρό γιατί ένιωθα δεμένος μαζί της. Χωρίς λόγο. Ήμουν μόνος, με μια «κολλητή» που όριζε τη ζωή μου. Μετέτρεπε τα «θέλω» μου σε «δεν μπορώ», τα «ναι» σε «όχι», εμένα σε σκιά του εαυτού μου. Της φώναξα δυνατά να φύγει, δεν την ήθελα άλλο. Συνέχισε να με κοιτά με βλέμμα λάγνο. Αδιαφόρησα.

Αν νιώθεις πως οι αλυσίδες σε κρατάνε πίσω, σπάσ’ τις. Αν το χρώμα σου έγινε το μαύρο, ζωγράφισέ το απ’ την αρχή. Αν τα όνειρά σου δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, τώρα είναι η στιγμή. Κοίτα στον καθρέπτη σου, το παιδί που έχεις μέσα σου είναι έτοιμο να παίξει.

Αν η ζωή τρέχει με 500 χιλιόμετρα την ώρα, τρέξε κι εσύ μαζί της κι εμπιστεύσου την. Αλλά με έναν όρο αυτή τη φορά: πιάσε γερά το τιμόνι και μην το αφήσεις. Δε χρειάζεσαι καινούργια «κολλητή», μόνος σου τα καταφέρνεις καλύτερα. Πίστεψέ το και κάν’ το πράξη.

Η ζωή είναι μικρή, σύντομη και πολύ όμορφη. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν μόνο φωτεινά χρώματα. Τι κάθεσαι; Πήγαινε μαζί τους. Ο χρόνος δεν είναι για χάσιμο. Αρκετός πέρασε έτσι χαμένος, δε νομίζεις;

Μόνο μην κοιτάξεις πίσω! Προχώρα μπροστά.  Βγες έξω, πάρε μια ανάσα, αγάπα πολύ, ερωτεύσου έντονα, γέλα δυνατά. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Δε θα σου πω γιατί. Θα το καταλάβεις αργότερα μόνος σου.

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη