Λένε πως το ποσό καλά σε ξέρει κάποιος δεν κρίνεται απ’ το αν ξέρει τα γούστα σου και τις συνήθειές σου, τι ώρα ξυπνάς, πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου, ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό, μα απ’ το αν μπορεί να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις σου ή, ακόμα καλύτερα, να τις προβλέψει.

Θυμήσου τότε που ήσουν παιδί κι η μαμά σου, προκειμένου να σταματήσεις να γκρινιάζεις, σου έδινε εκείνο το γλυκό που ήθελες, σε πήγαινε τη βόλτα που ζητούσες, δε σε ξυπνούσε πριν βεβαιωθεί πως δε θα αρχίσεις τα παράπονα. Θυμήσου αργότερα που μεγάλωσες λίγο και σε εκείνες τις εξορμήσεις σας για ψώνια σε πολυκαταστήματα σου έδινε σαφείς οδηγίες, πριν καν πατήσετε το πόδι σας στην είσοδο, λέγοντάς σου: «Εδώ που ήρθαμε, βλέπουμε, δεν ακουμπάμε, δε ζητάμε, δεν γκρινιάζουμε, γιατί ο κύριος στην πόρτα φεύγοντας κρατάει όσα παιδάκια δεν ήταν φρόνιμα.»

Εκείνος ο κύριος δεν έπαιρνε ποτέ τα παιδάκια, εσύ πάντα καθόσουν φρόνιμα, γιατί φοβόσουν, κι η μαμά σου έμενε ικανοποιημένη. Μια μάνα που ξέρει καλά το παιδί της προβλέπει τι θα συμβεί και γι’ αυτό πάντα ξέρει πώς να σε χειριστεί, ώστε να προλάβει δυσάρεστο σκηνικά. Μάνα, όμως, είναι πάντα μία, γι’ αυτό κι αργότερα ελάχιστοι απ’ τους ανθρώπους που πέρασαν, περνούν ή θα περάσουν απ’ τη ζωή σου σε χειρίζονται με τον ίδιο διπλωματικό τρόπο.

Ένας άνθρωπος που σε ξέρει καλά, φυσικά και γνωρίζει τα γούστα, τις συνήθειες και τις ορέξεις σου. Ξέρει πως ο καφές ο σκέτος για ‘σένα είναι απόλαυση, παρότι για εκείνον είναι φαρμάκι. Ξέρει πως είσαι αιώνια ερωτευμένος με το λευκό και το γαλάζιο και πως δε θες να βλέπεις το φούξια σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων. Ο άνθρωπος που είναι δίπλα σου, με οποιαδήποτε ιδιότητα, προφανώς και ξέρει πως το αγαπημένο σου φαγητό είναι ο μουσακάς και πως τα γεμιστά τα τρως χλιαρά με φέτα πάντα, ο κόσμος να χαλάσει.

Όπως όμως ακριβώς και στις ερωτικές σχέσεις, που από ένα σημείο και μετά δεν αρκεί μόνο η αγάπη, έτσι κι η σχέση σου με έναν άνθρωπο που ισχυρίζεται ή ισχυρίζεσαι πως γνωρίζεστε πολύ καλά δεν αρκεί να ‘χει ως βάση απλά και μόνο τη γνώση των συνηθειών του άλλου. Πέρα από κάθε επιφανειακό ρυάκι της καθημερινότητας και της τριβής, οφείλει –αν θέλει να μπορεί να λέει πως σε ξέρει– να βουτήξει σε έναν μεγάλο ωκεανό αντιδράσεων, σιωπών που λένε πιο πολλά κι απ’ τις λέξεις, ανείπωτων επιθυμιών και καμουφλαρισμένων θλίψεων ή θυμών.  Αφού μάθει τα do και τα don’ts που σε αφορούν, οφείλει να μάθει να τα ερμηνεύει, να τα προβλέπει ή και να τα αποφεύγει.

Δε θα σου προτείνει ούτε κατά διάνοια να πάτε σε συναυλία με μουσική που δεν είναι στα γούστα σου. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί ξέρει τι σου αρέσει, αλλά γιατί ξέρει επίσης πολύ καλά τι δεν αντέχεις να ακούς και πόσο υποχωρητικός δεν είσαι. Δε θα αργήσει ποτέ στο ραντεβού σας, γιατί ξέρει πόσο πολύ σ’ εκνευρίζει το να περιμένεις. Στις διακοπές σας θα ξυπνήσεις και θα ‘χεις το σκέτο καφεδάκι σου έτοιμο, γιατί ξέρει πόσο ξενερωμένος είσαι μέχρι να πιεις τις πρώτες γουλιές και δε θα αφήσει τα ρούχα πεταμένα μέσα στο σπίτι διάσπαρτα, γιατί ξέρει πόσο φάουλ θα είναι για ‘σένα αυτή η κίνηση.

Εκείνοι που σε ξέρουν καλά έχουν μελετήσει τον χαρακτήρα σου. Έχουν ταυτιστεί μαζί του και τον έχουν αποδεχτεί. Όπως κι εσύ αντίστοιχα τον δικό τους. Η σχέση σας δεν κολυμπάει στα ρηχά αλλά κάνει μακροβούτια στις αλήθειες σας. Μεγαλώνετε και ζείτε ο ένας μέσα από τον άλλον. Δε μαθαίνουν τα γούστα σου, γίνονται κομμάτι αυτών. Δεν αποστηθίζουν, σαν να ‘ναι Ιστορία κατεύθυνσης, τις συνήθειές σου, τις υιοθετούν. Θέλουν να σε βλέπουν χαρούμενο κι έτσι δημιουργούν τις ανάλογες συνθήκες.

Οι άνθρωποι που θεωρείς «κοντινούς» σου, με όλη τη σημασία της λέξης, είναι εκείνοι που ξέρουν εσένα και τις συμπεριφορές σου απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Έχουν αποδεχθεί τις κυκλοθυμικές σου τάσεις ή εκείνη την ανάγκη να κλειστείς στον εαυτό σου, όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως ήθελες.  Είναι αυτοί στους οποίους δε χρειάζεται να απολογηθείς που γκρινιάζεις για το ίδιο ασήμαντο πράγμα, δέκα μέρες στη σειρά, γιατί έχουν ήδη ανιχνεύσει καλύτερα κι από λαγωνικά την αντίδρασή σου απ’ τα πρώτα σημάδια και μένουν από επιλογή, περιμένοντας υπομονετικά να ξεθυμάνει ο πανικός σου.

Οι άνθρωποί σου ξέρουν πότε να ‘ναι σκληροί μαζί σου και να σου πουν αυτά που πρέπει τη στιγμή που τα ‘χεις ανάγκη, ακόμα κι αν δεν είσαι έτοιμος να τα ακούσεις. Όχι για να νιώσεις άσχημα ή γιατί δεν έχουν πιο ήπιο τρόπο, αλλά γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι οφείλουν να το κάνουν και πως, κάποιες φορές, όταν χρειάζεσαι ένα ταρακούνημα, οι επιπλήξεις τους είναι ο μόνος τρόπος για να γίνεις καλύτερος. Πολύ περισσότερο, ξέρουν να διαβάζουν τις σιωπές σου. Είναι ένα χάρισμα επίκτητο που χτίστηκε σιγά-σιγά, μετά από παρατήρηση της ζωής και των αντιδράσεών σου.

Καταλαβαίνουν απόλυτα εκείνες τις στιγμές που χάνεσαι στις σκέψεις σου και δε θες να ακούς κανέναν, παρά μόνο να βάλεις μουσική στο ραδιόφωνο και να οδηγήσεις κάπου μακριά ή να καθίσεις με τις ώρες να κοιτάς τη θάλασσα. Αυτοί θα ‘ναι εκεί, δίπλα, και θα ξέρουν ακριβώς τι σκέφτεσαι, χωρίς καν να χρειαστεί να αρθρώσεις μια κουβέντα. Δεν είναι σουπερήρωες με μαντικές ικανότητες. Απλά σε ξέρουν πάρα πολύ καλά κι αυτό τους κάνει ξεχωριστούς. Όλοι ξέρουν ότι σου αρέσει η θάλασσα. Αυτοί οι λίγοι ξέρουν, όμως, και γιατί σου αρέσει.

Αν έχεις έναν άνθρωπο που σου φέρνει εκείνον τον σκέτο καφέ, που λέγαμε, όταν τον χρειάζεσαι, χωρίς να τον έχεις ζητήσει, που ξέρει πότε να σπάει τις σιωπές σου και πότε να σε αφήνει να χάνεσαι σ’ αυτές, πρόσεχέ τον.  Αν θέλεις να γίνεις αυτός ο άνθρωπος στη ζωή κάποιου, απλά αποδέξου πλήρως εκείνον που έχεις δίπλα σου κι εξελίξου μαζί του.

Είναι αυτονόητο ότι οι ανθρώπινες σχέσεις θέλουν προσπάθεια και σίγουρα το μυστικό της επιτυχίας είναι η παρατήρηση κι η αποδοχή αυτού που διάλεξες να ‘χεις κοντά σου.  Άλλωστε, δεν αρκεί να βλέπεις τη θάλασσα και να τη χαζεύεις, πρέπει να μάθεις να βουτάς μέσα της για να νιώσεις τη μαγεία της.

 

Συντάκτης: Γεράσιμος Βλαχόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη