Τους φίλους λένε, πρέπει να τους κρατάς μακριά από τη σχέση σου για ασφάλεια. Εμείς θέλαμε να πάμε σ’ όλους κόντρα. Οι κοινοί μας γνωστοί αρκετοί. Βγαίναμε σε μεγάλες παρέες, γιατί άρεσε και στους δυο μας η συναναστροφή με τον κόσμο. Θέλαμε ν’ ακούμε και να μιλάμε.

Μόνο μεταξύ μας δεν μιλούσαμε τελικά. Κρυβόμασταν πίσω από ματιές και χαμόγελα. Φάτσες σε μηνύματα και σιωπές. Δε σ’ έμαθα ποτέ πραγματικά. Δεν ξέρω αν θέλησες και ποτέ να με μάθεις. Δεν μιλούσα για πράγματα που με πείραζαν, γιατί φοβόμουν πως θα σε χάσω. Δεν μιλούσες για όσα αισθανόσουν και δεν άντεξα να μην ακούω.

Εμείς χωρίσαμε, αλλά μας έμειναν οι κοινοί γνωστοί. Άνθρωποι που είχαν συνηθίσει να μας βλέπουν μαζί, έπρεπε πια να μας συναντάνε χώρια. Έπρεπε να προσέχουν τι θα πουν και πώς θα το εκφράσουν. Καμιά φορά τους ξέφευγε και με ρωτούσαν αν ήσουν καλά, μα γρήγορα διόρθωναν την γκάφα. Δεν ήθελα να ξέρω τίποτα για εσένα, ούτε ήθελα κι εσύ να ξέρεις νέα μου. Μέχρι που δυο φίλοι βρέθηκαν να μου πούνε όλα αυτά που εσύ δείλιαζες να δηλώσεις τόσο καιρό. Είπα πως δεν είχε νόημα να ακούσω, αλλά δεν τους ένοιαξε.

Μου μίλησαν για τις μέρες που τσακωνόμασταν και κάναμε να μιλήσουμε για ώρες. Μου είπαν πως τους έπαιρνες τηλέφωνο και γκρίνιαζες, φώναζες για όσα σου είχα κάνει και ύστερα μετάνιωνες για όσα είχες πει πάνω στον καβγά. Όταν έφταιγες εσύ, έλεγες πόσο βλάκας είσαι και ότι δεν θέλεις να με χάσεις για βλακείες. Έμαθα για τη νύχτα των γενεθλίων σου, που φόρεσα ένα γιορτινό καπέλο, πήρα μια τούρτα και βρέθηκα κάτω από το σπίτι σου χωρίς να ξέρεις τίποτα. Τους είπες πως καμία άλλη δεν το είχε κάνει αυτό και πως εκείνο το βράδυ με ερωτεύτηκες λίγο παραπάνω.

Αναρωτιέμαι εγώ που ήμουν σε όλα αυτά; Ήξεραν πως τρελαινόσουν που σε έπαιρνα αγκαλιά ενώ κοιμόσουν, ενώ νευρίαζες κάθε φορά που με πείραζες και εγώ κρατούσα μούτρα για πλάκα. Τους ρώταγες συνέχεια αν φαίνομαι απλώς ευγενική, επειδή γελούσα με όλα τα αστεία σου. Κι όμως αν ρωτούσες εμένα θα σου έλεγα πως γελούσα πραγματικά. Θύμωνες και δεν το μάθαινα. Με αγαπούσες και δεν το ήξερα.

Το έμαθα από τους φίλους όταν όλα είχαν τελειώσει. Από κάποιους που ήθελαν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση, αφού εσύ δεν ήξερες τι ήθελες ή μάλλον ήξερες, απλώς δεν μπορούσες να το εκφράσεις. Και ποιο το νόημα τώρα που τα έμαθα, αφού εσύ δε μου τα έδειξες ποτέ; Δε διεκδίκησες τίποτα. Ακόμη κι όταν τελειώσαμε έμοιαζε να μη σε νοιάζει. Δε με αναζήτησες και ποτέ.

Τι νόημα έχει τώρα που έμαθα πως κάθε φορά που υποστήριζα τις απόψεις μου με πάθος, εσύ καμάρωνες κι έλεγες σ’ όλους πόσο περήφανος ήσουν; Αφού δεν το ξεστόμισες ποτέ. Κι αυτό θα έκανε τη διαφορά. Αν άκουγα από σένα όλα όσα έμαθα απ’ τους άλλους, θα καταλάβαινα πως ήθελες να μείνεις και να παλέψεις.

Θα πίστευα πως ήθελες να με μάθεις πραγματικά και στις καλές μου μέρες και στις κακές μου. Όμως πιο πολύ από μένα, φοβόσουν τον εαυτό σου. Μάλλον ήξερες πως αν μιλούσες και δενόσουν πολύ, τότε κάποια στιγμή ίσως να πληγωνόσουν.

Επέλεξες τη σιωπή κι εγώ δεν είχα άλλη επιλογή πέρα απ’ το να φύγω.

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου