Πήγε κιόλας έξι. Πρέπει να ανοίξω το θερμοσίφωνο, να ζεσταθεί το νερό όσο θα βάφω νύχια. Φούστα θα βάλω, ή μήπως θα κάνει κρύο να βάλω παντελόνι; Άλλη μια φορά να περάσω το μανό στα νύχια και μέχρι να στεγνώσει, θα κάνω πιθανούς συνδυασμούς με το μυαλό. Τι ώρα πήγε, θα προλάβω; Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Έχω καιρό μέχρι τις 11 που θα έρθεις.

Δε μου αρέσει να με περιμένεις στα σκαλιά, μέχρι να βάλω μάσκαρα και κραγιόν, για αυτό και άρχισα να ετοιμάζομαι από νωρίς.

Σάββατο κι έχεις ρεπό από τη δουλειά. Επιτέλους, θα σε δω μετά από δυο εβδομάδες, περισσότερο από δέκα λεπτά. Τραπέζι στο γνωστό μας στέκι. Γνωστή και η παραγγελία μας. Δεν με πειράζει που είναι όλα ίδια κάθε φορά, γιατί αισθάνομαι πάντα σαν να είναι η πρώτη. Το ίδιο άγχος με εκείνο το πρώτο ραντεβού έχω. Όταν μου έπιασες κουβέντα στο αμφιθέατρο και είπες πως η συζήτηση περί Φυσιολογίας της Συμπεριφοράς πρέπει να συνοδεύεται από κρασί.

Και βγήκαμε. Και τα είπαμε και τα ήπιαμε. Και τότε, όπως και τώρα από τις έξι είχα αρχίσει να ετοιμάζομαι και ας ήξερα πως θα βγαίναμε στις δώδεκα ακριβώς. Και όχι ότι είχα και πολλά πράγματα να κάνω, απλώς ήθελα να είμαι έτοιμη, για να διαψεύσω τις φήμες πως οι γυναίκες αργούμε στα ραντεβού. Όμως αυτή η αναμονή μέχρι να έρθεις, με κάνει θηρίο στο κλουβί.

Ετοιμάζομαι γρήγορα βλέπεις, με το φόβο μη και δεν προλάβω. Και μετά σε περιμένω σχεδόν μια ώρα. Στην αρχή κάθομαι στον καναπέ, με προσοχή, σαν άγαλμα μη τυχόν και τσαλακώσω κάτι ή αρχίσει να πετάει καμιά τρίχα. Και σκέφτομαι πώς θα είναι όταν θα σε δω. Θα φοράς το αγαπημένο μου πουλόβερ ή εκείνο με τις πολύχρωμες ρίγες που βρίσκω γελοίο; Θα με φιλήσεις ή θα με πάρεις αγκαλιά;

Φτιάχνω σενάρια και χάνομαι για λίγο. Ύστερα κοιτάζω με τρόμο το ρολόι, νομίζοντας πως πέρασε μια αιωνιότητα και πως ήρθες, αλλά δεν άκουσα που χτύπησες το κουδούνι, έτσι όπως ήμουν χαμένη στις σκέψεις. Όμως δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά. Και επειδή βαριέμαι αποφασίζω να σηκωθώ. Πιάνω στα χέρια κάποιο βιβλίο και το ξεφυλλίζω γρήγορα. Δεν μπορώ να διαβάσω, το χρόνο προσπαθώ να ξεγελάσω.

Μετά περπατάω πέρα δώθε, από το δωμάτιο προς την κουζίνα και πάλι πίσω. Χωρίς μουσική. Μέσα στην απόλυτη ησυχία αρχίζω να πατάω σε κάθε πλακάκι κάνοντας ένα μικρό χορευτικό. Καμιά φορά μουρμουρίζω και κάποιο τραγούδι και πατάω τα πλακάκια στο ρυθμό του. Μετά την τιμητική του έχει το παράθυρο. Τραβάω λίγο την κουρτίνα και χαζεύω τα φώτα της πλατείας.

Δεν κάθομαι πολύ στο παράθυρο, γιατί μελαγχολώ. Κάτι από το σκοτάδι, λίγο η ανησυχία μου, δεν προδιαθέτουν καλές σκέψεις. Ξανατραβάω την κουρτίνα και κοιτάζω γύρω στο δωμάτιο. Με πιάνει τότε η μανία να τα αλλάξω όλα. Ισιώνω λίγο το σεντόνι στο κρεβάτι και χτυπάω τα μαξιλάρια να φουσκώσουν. Βάζω τα βιβλία σε σειρά και μαζεύω τα καλλυντικά από το τραπεζάκι.

Τότε είναι που κοιτάζω και το κινητό για πρώτη φορά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κάθε επαφή μαζί του είναι τελείως απαγορευμένη, για να μην ξυπνήσει το ανυπόμονο τέρας μέσα μου. Άσε που όσο το κοιτάω τα λεπτά περνούν όλο και πιο αργά. Ένα τέταρτο έμεινε και θα μπουν όλα στη θέση τους. Θα σταματήσει το τρελό χτυποκάρδι και θα χαλαρώσω μόλις πατήσω το πλατύσκαλο στην έξοδο και σε δω να σβήνεις το τσιγάρο και να μου χαμογελάς.

Δεν μπορώ να εξηγήσω τι συμβαίνει ακριβώς, πριν έρθεις για να βγούμε. Όλα είναι ελάχιστα θολά. Όλο αυτό μοιάζει με μια μικρή τελετουργία, με την πεποίθηση πως έτσι δεν θα αλλάξει κάτι και θα γυρίσω από το ραντεβού τόσο χαρούμενη όσο την πρώτη φορά. Και όταν γελάω με τον εαυτό μου και αποφασίζω να κάτσω πάλι στο καναπέ, αυτή τη φορά πιο χαλαρή, χτυπάς πάντα το κουδούνι. Ένα λεπτό και θα ‘ρθεις.

Συντάκτης: Πόπη Κονοφάου