Κάποιος με ρώτησε εχτές τι μου λείπει περισσότερο από σένα. Για μια στιγμή κόλλησα˙ τι εννοεί; Μου λείπεις; Ποιος είπε πως μου λείπεις; Τον ρώτησα χαμογελώντας, με μια δόση ειρωνείας στο βλέμμα, γιατί μου έκανε αυτή την ερώτηση και πώς ξέρει πως μου λείπει κάτι, ειδικά εσύ. Γέλασε, με κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα που ανατρίχιασα και μου απάντησε: «Φαίνεται στο πρόσωπό σου κάθε φορά που ακούς αυτό το όνομα». Πάγωσα.

Αυτή η κουβέντα του με έβαλε σε σκέψεις. Ναι, μου λείπεις. Δεν μπορώ να το κρύψω από μένα. Αλλά από τους άλλους; Είναι τόσο φανερό; Κρατάω κάποια ταμπέλα που το γράφει κι εγώ δεν το έχω πάρει χαμπάρι; Και τελικά με έβαλε στο τριπάκι να σκεφτώ τι είναι αυτό που μου λείπει από σένα. Ποια είναι η σωστή απάντηση στην ερώτηση;

Η πρώτη μου σκέψη με οδήγησε στο γέλιο σου. Κρυστάλλινο κι έντονο, όπως θα ταίριαζε σε κάποιον όπως εσύ. Δυνατό, σίγουρο, με μια μικρή δόση παιδικότητας συνάμα. Θυμάμαι που γελούσες ένα πρωινό. Μόλις είχαμε ξυπνήσει, κεφάτοι κι οι δύο. Ήταν αγαπημένο παιχνίδι και των δύο μας να πειράζει ο ένας τον άλλο, έτσι και τότε κάτι μου είχες πει, κάτι σου είχα απαντήσει και δεν άργησες να σκάσεις στα γέλια. Ξαφνικά ο ήχος από το γέλιο σου πλημμύρισε το χώρο γύρω μου, σε τέτοιο σημείο που για μια στιγμή πίστεψα πως ήσουν κοντά μου ξανά. Σε αναζήτησα στο χώρο αλλά εν τέλει κατάλαβα πως η φαντασία μου μού παίζει παιχνίδια. Κι όμως, το γέλιο σου δεν ήταν αυτό που μου λείπει περισσότερο.

Προχώρησα στα μάτια σου. Δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ούτε κάποιο χρώμα που θα τα έκανε να ξεχωρίζουν. Πολύ συνηθισμένα μάτια θα έλεγε κανείς. Ήταν όμως τόσο διαπεραστικά. Θυμήθηκα που με κοιτούσαν από πάνω έως κάτω εξετάζοντάς με διεξοδικά, πρόσεχαν τι φορούσα, πως κινούμουν μέσα στο χώρο ή τι έκανα. Είχαν μια αυστηρότητα και μια γλύκα ταυτόχρονα. Θυμάμαι πως μαλάκωναν και γλύκαιναν ακόμα περισσότερο όταν μου μιλούσες για πράγματα και πρόσωπα που αγαπούσες, ενώ μέσα τους έκαιγε μια φωτιά όταν αναφερόσουν σε καταστάσεις που σε πόνεσαν. Σ’ αυτά τα μάτια έβλεπα την αποδοχή σου προς εμένα. Όχι, ούτε τα μάτια σου μού λείπουν περισσότερο.

Μήπως ήταν το άρωμά σου ίσως; Πλημμύριζε το διάδρομο, πριν καν μπεις στο σπίτι. Γέμιζε ολόκληρο το χώρο, κολλούσε επάνω μου, επάνω στα σεντόνια και τα μαξιλάρια και τελικά ήταν εκείνο που έμενε για μέρες στο χώρο, απόδειξη πως είχες περάσει από εδώ κι είχες αφήσει στο στίγμα σου. Δεν ήταν τελικά ούτε το άρωμά σου που μου λείπει πιο πολύ.

Το χάδι σου μήπως; Από την πρώτη φορά που με άγγιξες, από το πρώτο «χαίρω πολύ» που το χέρι σου ακούμπησε το δικό μου, μια δύναμη με τάραξε. Κι αυτό δεν άλλαξε στο χρόνο. Κάθε φορά που, είτε ηθελημένα είτε τυχαία, άγγιζες ένα σημείο του κορμιού μου, ένιωθα τα βολτ να με τινάζουν. Μπορεί εσύ να ακουμπούσες απλά το χέρι σου επάνω στο σώμα μου, εγώ όμως ένιωθα κάθε κύτταρο του σώματός μου να λιώνει στο άγγιγμά σου. Παρ’ όλα αυτά, ούτε το άγγιγμά σου είναι εκείνο που μου λείπει περισσότερο.

Ο τρόπος που με έκανες να νιώθω πήρε σειρά στο μυαλό μου. Μαζί σου έμαθα πολλά πράγματα για μένα και για το σώμα μου. Έφτασα σε όρια που δεν ήξερα καν πως υπάρχουν. Σε άφησα να με παρασύρεις σε μοναδικά μονοπάτια χωρίς καν να αναλογιστώ τις συνέπειες. Και κάθε φορά με πήγαινες σε έναν παράδεισο που μόνο σε βιβλία είχα διαβάσει. Αλλά όχι, ούτε αυτό είναι που μου λείπει από σένα.

Και τότε το βρήκα. Δε μου λείπεις εσύ. Μου λείπω εγώ. Μου λείπει ο τρόπος που ένιωθα όταν ήσουν στη ζωή μου. Που ξυπνούσα το πρωί με ένα ηλίθιο χαμόγελο στα χείλη γιατί ήσουν η πρώτη «καλημέρα» μου. Που ντυνόμουν και φτιαχνόμουν γιατί είχα πολύ καλή διάθεση και ήθελα να φαίνεται και στα δικά σου μάτια. Γιατί με μια σου μόνο λέξη, όσο σκατά κι αν ήταν η μέρα μου, μπορούσες να την κάνεις πιο φωτεινή.

Δεν μου λείπεις εσύ, αλλά όλα όσα με προκαλούσες να κάνω και να γίνω για μένα. Να πάω ένα βήμα παραπάνω για να είσαι περήφανος για το άτομο που έχεις επιλέξει. Κι ας μη ζήτησες ποτέ κάτι. Κι ας μην χρησιμοποίησες ποτέ λέξεις να με ωθήσεις να φτάσω κάπου. Εγώ το έκανα, αλλά από σένα άντλησα την έμπνευση να εξελιχθώ και να αναπτύξω το ποια είμαι. Κι αν σήμερα δε θυμίζω σε τίποτα αυτό που ήμουν πριν εμφανιστείς εσύ, ακόμα κι αυτό, εσύ το προκάλεσες.

Ύστερα από μια μεγάλη σιωπή, γύρισα στον φίλο μου και του απάντησα λακωνικά: «εγώ». Με κοίταξε απορημένος για μια στιγμή κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας μαζί μου. Ναι, τελικά αυτή ήταν η σωστή απάντηση.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου