Σε είδα εχτές στον ύπνο μου. Ήσουν λέει έξω από το σπίτι μου και με περίμενες να γυρίσω από τη δουλειά. Καθόσουν στα σκαλιά της πολυκατοικίας μου κι έψαχνες με το βλέμμα σου το δρόμο, σκανάροντας την περιοχή για να με δεις να πλησιάζω. Μόλις με είδες, σηκώθηκες, το πρόσωπό σου φωτίστηκε κι ένα χαμόγελο, λοξό προς τα αριστερά, σαν εκείνα που αγαπούσα και γνωρίζω τόσο καλά, ζωγραφίστηκε στα χείλη σου.

Με το που έφτασα στη γωνία ήρθες κοντά μου, ανυπομονώντας να βρεθείς δίπλα μου, λες και τα λίγα βήματα που μας χώριζαν ήταν απροσπέλαστα και φοβόσουν μην αργήσω ή μήπως κάτι μου συμβεί στο μεσοδιάστημα και με χάσεις. Έβαλες το χέρι σου στη μέση μου, έσκυψες προς το μέρος μου και μου έδωσες ένα φιλί λες κι είχες να με δεις χρόνια, γεμάτο λαχτάρα κι ανυπομονησία. Θυμάμαι πως ανατρίχιασα στην αίσθηση του φιλιού σου˙ τόσο γνώριμο, τόσο ζεστό, τόσο οικείο. Πόσο μου είχε λείψει αυτό το φιλί σκέφτηκα κι αφέθηκα να με παρασύρει.

«Άργησες» μου είπες, «Είχες πολλή δουλειά; Ήταν δύσκολη η μέρα σου;» «Όχι πια» σου απάντησα και χαμογέλασα κι εγώ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς, ακόμα και στον ύπνο μου, είχες μια μαγική επίδραση επάνω μου να με κάνεις να χαλαρώνω, να ηρεμώ και να παίρνω δύναμη. Τη μισώ αυτή την επιρροή που έχεις σε μένα, αλλά την έχω τόσο πολύ ανάγκη˙ τη νιώθω σαν βάλσαμο.

Ύστερα, μου πήρες τα κλειδιά από το χέρι κι άνοιξες την πόρτα. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, μ’ αγκαλιάσεις. Πόσο μου είχε λείψει αυτή η αγκαλιά. Μέσα στον ύπνο μου ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς σου και την ανάσα σου δίπλα στο αυτί μου κι ασυναίσθητα έβαλα τα κλάματα. Το κατάλαβες και ξαφνικά με άφησες με τρόμο, με κοίταξες με ένα βλέμμα πανικού και με ρώτησες «Γιατί; Τι συμβαίνει;» Βλέπεις εσύ δε θυμόσουν στο όνειρο πως εμείς δεν είμαστε πια μαζί. Εγώ όμως το ήξερα, το θυμόμουν και φυσικά ήξερα πως αυτό είναι ένα όνειρο, πως εσύ είσαι ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνήσω σε μια πεζή πραγματικότητα που εσύ απουσιάζεις. Δυστυχώς, ούτε στον ύπνο μου δεν μπορώ να ξεγελαστώ. Ούτε καν εκεί δεν μπορώ να κρυφτώ από τα γεγονότα.

Με τα μάτια να τρέχουν ακόμα, σου είπα πως θα ήταν καλύτερα να πηγαίνεις. Πως δεν είναι εδώ η θέση σου. Αν ήταν εδώ, θα έπρεπε να είσαι δίπλα μου και μόλις ξυπνήσω το πρωί. «Φύγε σε παρακαλώ. Φύγε και μην ξανάρθεις. Ούτε καν στο ύπνο μου. Με πονάει η απουσία σου κι η παρουσία σου στα όνειρά μου το κάνει χειρότερο». Γέλασες ήρεμα και μου είπες «Εδώ είναι η θέση μου. Δίπλα σου, κοντά σου, μαζί σου. Μόνο που εγώ δεν το ξέρω ακόμα. Θα το μάθω όμως σύντομα. Στο υπόσχομαι. Θα έρθει η μέρα που θα με δεις έξω από το σπίτι σου να σε περιμένω να γυρίσεις από τη δουλειά, να σε φιλήσω. Να με περιμένεις. Δε θ’ αργήσω».

Αυτά είπες, έσκυψες να με φιλήσεις απαλά στα χείλη, ενώ εγώ έστεκα χωρίς να μπορώ να κουνηθώ ή να πω οτιδήποτε κι έκλεισες την πόρτα πίσω σου. Πετάχτηκα από τον ύπνο με μάτια να καίνε. Είχα ακόμα την αίσθηση της αγκαλιάς και του φιλιού σου στο σώμα μου. Θεέ μου, πόσο ζωντανό ήταν αυτό το όνειρο. Τι περίεργα παιχνίδια παίζει το υποσυνείδητό μας μερικές φορές. Ή μήπως δεν ήταν παιχνίδι του μυαλού και κάτι προσπαθείς να μου πεις; Γέλασα ειρωνικά. Τελικά, οι παροιμίες έχουν απόλυτο δίκιο. Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Όνειρο ήταν…

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου