

Πολλοί από εμάς δυσκολευόμαστε να πούμε «όχι», ακόμη και σε απλά, καθημερινά πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, να αρνηθούμε έναν καφέ με κάποιον που δεν αισθανόμαστε τόσο κοντά. Αν έχεις ακούσει τους όρους people pleaser ή «σύνδρομο του καλού παιδιού» και έχεις αναρωτηθεί αν σε αφορά, τότε ίσως δυσκολεύεσαι να βάζεις όρια.
Τι σημαίνει, όμως, να πεις «όχι»; Πίσω από αυτή τη λέξη, κρύβεται συχνά η επιθυμία να μη δυσαρεστήσεις τους άλλους. Λες «ναι» σε πράγματα που δεν θέλεις πραγματικά, επειδή νιώθεις ενοχές αν αρνηθείς. Δεν είναι τόσο ο φόβος να φανείς αγενής – το «όχι, δεν μπορώ» δεν είναι από μόνο του προσβλητικό. Αυτό που φοβάσαι περισσότερο είναι να χαλάσει η εικόνα του «καλού παιδιού» που έχεις μάθει να συντηρείς.
Πολλοί από εμάς μεγαλώσαμε με την ιδέα πως το να αρνηθείς σημαίνει να είσαι αγενής ή να απορρίπτεις τον άλλον. Όλοι έχουμε ακούσει φράσεις όπως «έλα, μη λες όχι», και έτσι εκπαιδευτήκαμε από νωρίς να λέμε «ναι» για να γίνουμε αποδεκτοί. Μεγαλώνοντας, αυτή η συμπεριφορά ενισχύεται: το «ναι» γίνεται ένας τρόπος να κερδίσουμε επιβεβαίωση, ενώ το «όχι» μοιάζει απειλητικό.
Το αποτέλεσμα είναι να δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε τις ανάγκες μας. Από το να αρνηθούμε μια έξοδο μέχρι το να διεκδικήσουμε τον προσωπικό μας χώρο στη δουλειά ή στις σχέσεις. Και αυτό έχει κόστος: σωματική και ψυχική εξάντληση, αποσύνδεση από τον εαυτό μας, άγχος, μπλοκαρισμένα συναισθήματα και λανθασμένες επιλογές που προκύπτουν από πίεση, όχι από επιθυμία.
Είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε: η αποδοχή των άλλων αυξάνει την αξία μας; Η απάντηση είναι όχι. Παρόλα αυτά, έχουμε μάθει να τη συγχέουμε με την προσωπική μας αξία, επειδή η ανάγκη για αποδοχή ήταν κάποτε ταυτισμένη με την επιβίωση. Κι έτσι, λέμε «ναι» από συνήθεια, ακόμη κι όταν νιώθουμε κούραση ή δυσαρέσκεια, ακόμη κι όταν ακυρώνουμε τον εαυτό μας.
Λέγοντας συνεχώς «ναι», ζούμε μια εκδοχή του εαυτού μας που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των άλλων. Μια εκδοχή ασφαλή, αλλά όχι αυθεντική. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική αποστασιοποίηση, ένταση στις σχέσεις και δυσκολία στο να αναγνωρίσουμε τι θέλουμε πραγματικά.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν πρόκειται για ανθρώπους κοντινούς μας: οικογένεια, φίλους, συντρόφους. Εκεί όπου οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι πιο ισχυροί, η άρνηση μοιάζει σαν ρήξη. Φοβόμαστε μην απογοητεύσουμε ή πληγώσουμε τον άλλο. Κι έτσι λέμε «ναι», ακόμη κι όταν μέσα μας ακούμε καθαρά τη φωνή που λέει: «Σε παρακαλώ, πες όχι. Βάλε όριο».
Όταν αυτή η φωνή δεν εισακούγεται, οι σχέσεις μπορεί να γίνουν ανισόρροπες ή ακόμη και τοξικές. Όχι γιατί το άλλο άτομο είναι κακό, αλλά γιατί εμείς δεν εκφράζουμε καθαρά τις ανάγκες μας. Δεν προστατεύουμε τον εαυτό μας.
Το να αρχίσεις να βάζεις όρια δεν είναι εύκολο. Είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, συνέπεια και φροντίδα προς τον εαυτό. Ξεκινά από ένα μικρό «όχι». Ένα όχι που στην αρχή ίσως σε γεμίσει ενοχές ή αμφιβολίες, αλλά στην πορεία θα σε φέρει πιο κοντά στην αυθεντικότητά σου. Το επόμενο βήμα είναι να μιλήσεις ανοιχτά – με ευγένεια αλλά και με σαφήνεια – χωρίς να αυτολογοκρίνεσαι από φόβο για το πώς θα σε εκλάβει ο άλλος.
Τα όρια δε σε κάνουν λιγότερο αγαπητό. Δε σε απομακρύνουν από τους άλλους· σε φέρνουν πιο κοντά σε σένα. Δεν είσαι εδώ για να ανταποκρίνεσαι σε προσδοκίες. Είσαι εδώ για να ζήσεις τη ζωή σου όπως εσύ την επιλέγεις, με τους ανθρώπους που σέβονται το ποιος είσαι, όχι το πόσο διαθέσιμος είσαι.
Δε θα σε αγαπήσουν όλοι επειδή λες «ναι». Δεν είναι αυτός ο στόχος. Ο στόχος είναι να αγαπήσεις εσύ τον εαυτό σου περισσότερο.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη