Πρώτη νύχτα του Οκτώβρη. Οι ουρανοί έχουν ανοίξει και ο αέρας φυσάει μανιασμένα. Όσο η έντασή του δυναμώνει τόσο αυξάνονται οι δικοί σου αναστεναγμοί. Κάτι σε πνίγει. Ένας κόμπος στο λαιμό; Ένας λυγμός; Ούτε εσύ ξέρεις. Νιώθεις το σπίτι να σε καταπλακώνει και μοναδική διέξοδος φαντάζει η φυγή.

Η επαφή σου με το περιβάλλον υποτυπώδης. Η επικοινωνία σου τυπική. Περπατάς μέσα στην καταιγίδα λες κι έχει λιακάδα. Ο αέρας σου τρυπάει το κορμί, αλλά δε σε νοιάζει. Στη μέση της διαδρομής δε θυμάσαι ούτε την αφετηρία, ούτε τον τελικό προορισμό σου. Μα τι λέω; Δεν ξέρεις καν την ταυτότητά σου. Το μόνο που γνωρίζεις είναι ότι έχεις καταρρεύσει και θέλεις η βροχή να κρύψει τα δάκρυά σου. Μια φράση από έναν περαστικό σε ξυπνά βίαια από το λήθαργό σου. «Μην τα παρατάς, κουράγιο». Αμέσως σου καρφώνεται στο μυαλό ο στίχος από το ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Δεν μπορείτε να ξέρετε πόσο αγωνίστηκα πριν λυγίσω».

Όμως, αλήθεια εσύ θυμάσαι τον αγώνα σου ή λανθασμένα θρηνείς επειδή λύγισες; Μήπως κοιτάς το δέντρο κι έχεις χάσει το δάσος;

Σ’ αυτόν τον κόσμο όλα έχουν ένα όριο αντοχής. Το γυαλί φτιάχτηκε για να ραγίζει, το σίδερο για να κάμπτεται κι ο άνθρωπος για να λυγίζει. Ακόμη και το ατσάλι λιώνει σε υψηλές θερμοκρασίες. Αυτό το πανίσχυρο μέταλλο, όταν βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες γίνεται ρευστό και κυλάει σαν νερό.

Έτσι κι εσύ αυτή τη στιγμή έχεις ξεπεράσει τις αντοχές σου. Στην πραγματικότητα είχες φτάσει εδώ και καιρό στο όριο θραύσης σου, αλλά συνέχισες να τραβάς το σχοινί. Το σύστημα υπερφορτώθηκε και πλέον η οθόνη γράφει game over.

Όμως, μόνο εσύ μπορείς να πεις ότι ο αγώνας έχει τελειώσει. Εσύ είσαι ο διαιτητής στο παιχνίδι της ζωής σου και μπορείς να σφυρίξεις τη λήξη. Μετράς τις δυνάμεις σου. Στοχεύεις και ξεκινάς. Κάποιες φορές μπορεί να μείνεις και στη μέση του δρόμου από καύσιμα. Ίσως σε προδώσουν οι αντοχές σου, αλλά για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια γνώριζες από την αρχή ότι δε θα τα καταφέρεις. Υπερεκτίμησες τον εαυτό σου γιατί έτσι σου έμαθε η ζωή.

Όταν στοχεύεις στο δέκα ίσως να καταλήξεις στο οχτώ, αλλά όταν εξ αρχής στοχεύεις στο οχτώ δε θα φτάσεις ποτέ σ’ αυτό. Ακόμη κι η αποτυχημένη πλευρά της αισιοδοξίας είναι καλύτερη από την απαισιοδοξία.

Και να ξέρεις ότι τον αγώνα που έκανες για να φτάσεις ως εκεί που κατάφερες, μόνο εσύ θα τον θυμάσαι πραγματικά. Εσύ ξέρεις πόσες φορές τα συντρίμμια μέσα σου σού κραύγαζαν να σταματήσεις, αλλά συνέχιζες να σέρνεις το κουφάρι σου με μοναδική πηγή ενέργειας τη θέλησή σου. Μόνο εσύ ξέρεις τι έχασες, τι κέρδισες, τι τράβηξες μα πάνω απ’ όλα τι θυσίασες σ’ αυτή τη διαδρομή.

Όλοι οι υπόλοιποι θυμούνται μόνο τα δύο-τρία τελευταία λεπτά των καθυστερήσεων του αγώνα σου. Τότε που ισορροπείς ανάμεσα στην προσωρινή κατάρρευση και την ολική παραίτηση. Και πίστεψέ με, σίγουρα προτιμούν το δεύτερο. Τη στιγμή που είσαι στο χείλος του γκρεμού στην καλύτερη περίπτωση θα αδιαφορήσουν και θα σε προσπεράσουν. Στη χειρότερη; Θα σου δώσουν το τελειωτικό χτύπημα.

Σε περιμένουν στη γωνία για να σου υπενθυμίσουν σαν φωτεινοί παντογνώστες την αδυναμία σου. Να σου τονίσουν ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγο κουράγιο και λίγη θέληση ακόμη. Για το μόνο που θα μιλήσουν είναι η λιγοψυχία σου κι ας ξέρεις εσύ ότι την ψυχή σου την ξέσκισες και τη μοίρασες στους σταθμούς της διαδρομής σου. Κάποια κομμάτια τα χάρισες κι άλλα στα έκλεψαν μέσα από τα χέρια, δίχως να το καταλάβεις. Μοναδικός σκοπός τους είναι να σε κάνουν να ντρέπεσαι επειδή δεν τα κατάφερες. Γιατί στο τέλος λύγισες. Θέλουν να σε κάνουν να πιστέψεις ότι απέτυχες λόγω της αδυναμίας σου.

Ωστόσο, σε παρακαλώ, μην πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα. Μην τους δώσεις αυτή τη χαρά. Η μεγαλύτερή σου ήττα θα είναι αν πιστέψεις ότι το δικό σου πολύ ήταν λίγο γι’ αυτό που στόχευσες.

Η ζωή δεν έχει οδηγίες χρήσης που γράφουν απαγορεύεται να λυγίσεις. Σημασία δεν έχει πόσες φορές είπες «δεν αντέχω», αλλά πόσες συνέχισες. Πόσες φορές έγινες χίλια κομμάτια, αλλά κατάφερες να τα μαζέψεις και να ακολουθήσεις την πορεία σου. Κι αν η οθόνη γράφει game over, να θυμάσαι ότι ακριβώς από κάτω με μικρά γράμματα υπάρχει η ένδειξη play again. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να σταθείς στα πόδια σου και να ξαναπροσπαθήσεις. Να παραδέχεσαι ότι κατέρρευσες δε δείχνει φόβο, αλλά θάρρος.

Ίσως, τελικά με λίγες και μικρές κουβέντες να λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες. Νομίζω οφείλεις ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ εκείνον τον περαστικό που στο θύμισε.

Και μην ξεχνάς.

Εσύ είσαι κυρίαρχος του εαυτού σου. Εσύ τον οριοθετείς και τον ελέγχεις. Εσύ ξέρεις πόσο έχεις προσπαθήσει.

Ένα είναι σίγουρο.

Λυγίζω δε σημαίνει παραιτούμαι, αλλά ζω.

Συντάκτης: Χάρης Παυλίδης