Θυμάσαι που πηγαίναμε ακόμα σχολείο και δε βλέπαμε την ώρα ν’ αρχίσει το καλοκαίρι; Στο λέω, αυτές οι εποχές ήταν οι καλύτερες. Έδινες μάθημα τελευταία μέρα με το μαγιό σου, ανάθεμα αν κατάφερνες να γράψεις κάτι πέρα απ’ το όνομά σου και τίποτα απ’ τα «sos», κι ύστερα έτρεχες παραλία με το παρεάκι σου. Θα τσιμπάγατε και το πρώτο σας κάψιμο για πλάκα, μιας και κανείς σας δε θυμήθηκε να βάλει αντηλιακό, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που σε ένοιαζε. Όσο τα παθαίνατε μαζί για να γελάτε όλα ήταν όνειρο!

Τα βράδια τα περνάγατε παρέα και κανονίζατε τις διακοπές σας, πότε για καφέ, πότε για μια μπίρα, πότε τρώγατε σουβλάκια στο παγκάκι και γελάγατε μέχρι το πρωί. Πήγατε τις διακοπές σας, δεθήκατε κι άλλο, γεμίσατε τους σάκους σας αναμνήσεις με όλα τα ευτράπελα κι αστεία, τα γκομενάκια που ενέδωσαν και τις καψούρες που σας ξέφυγαν. Ήπιατε και κλάψατε για έναν Νίκο ή μια Μαρία που σας παράτησε· γιατί αν το έκανε στον έναν από σας συνέβη σε όλους, έτσι νιώθατε. Τόσο δεμένοι, ρε φίλε. Σαν αδέρφια από άλλους γονείς. Γιατί; Γιατί ήσασταν μαζί νυχθημερόν, στην ίδια φάση. Πότε έπαψε να είναι έτσι, μπορείς να θυμηθείς;

Γιατί δε μιλάμε πια όπως τότε, ρε γαμώτο; Πείτε μου, τι έγινε; Πού κάναμε λάθος να ζητήσουμε συγγνώμη εδώ και τώρα; Πώς πήγαμε απ’ το «θα τα πούμε το βράδυ» στο «ελπίζω να’ ναι καλά», μου λες; Ή μάλλον μην απαντήσετε, καταλαβαίνουμε όλοι. Να το παραδεχτούμε φοβόμαστε. Μεγαλώσαμε, άλλαξε η ζωή μας, πήγε ο καθένας στην σχολή του κι έπειτα… Χαθήκαμε, ρε! Εμείς που ήμασταν κολλητοί. Που λέγαμε ο ένας τον άλλο οικογένεια. Τελείωσε, λες και δε συνέβη ποτέ. Είναι που δεν είχα να σου πω κάτι ή που δεν είχες εσύ; Ίσως είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω κάποια στιγμή. Ίσως να μας έφαγε κι η τριβή. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Λίγο από όλα θα ήταν.

Λίγο απ’ όλα κι ακόμα κάπου πονάει. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, θάψαμε με τη φιλία μας κι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Εκείνον τον ανέμελο, δίχως έγνοιες, εκείνον που είχαμε στην πενθήμερη. Δεν ξανακάναμε άλλες τέτοιες φιλίες, τόσο ανάλαφρες και τόσο γεμάτες συνάμα. Μετά μάθαμε να είμαστε κάπως πιο απόμακροι, κάπως πιο τυπικοί, κάπως πιο αμυντικοί. Δεν ανοιχτήκαμε σε όλους όσο στην πρώτη μας παρέα, μήτε δοθήκαμε το ίδιο. Δεν είπαμε ξανά τόσο ωμά την αλήθεια μας όπως τότε που το στόμα μας υπάκουγε τις ορμές και τις ορμόνες μας.

Μας λείπουν οι παλιοί μας φίλοι, γι’ αυτό τους προσθέτουμε στο Facebook, να ξέρουμε έστω ότι είναι καλά ένεκεν της παλιάς φιλίας μας. Νοσταλγούμε τις στιγμές μας μαζί τους αλλά κατά βάθος ξέρουμε πολύ καλά πως αυτές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και πως, ακόμα κι αν βρισκόμασταν τώρα μαζί, τίποτα δε θα ήταν όπως παλιά. Πώς να το κάνουμε; Ούτε εμείς είμαστε όπως παλιά, έτσι δεν είναι;

Όμως αυτές οι φιλίες μας διαμόρφωσαν ακόμα και στο τέλος τους. Αυτή η πληγή της φιλίας που έσβησε και κληθήκαμε να κλείσουμε μόνοι, μας έκαναν τους ανθρώπους που είμαστε τώρα. Μας οδήγησαν σε νέα μονοπάτια, μας έφεραν μπροστά σε άλλους ανθρώπους που επιλέξαμε να κρατήσουμε και να πορευτούμε μαζί τους φτιάχνοντας μια νέα φιλία. Μια φιλία πιο δυνατή, σε άλλες βάσεις, γιατί μάθαμε απ’ τα λάθη μας ακόμα κι αν αργήσαμε λίγο.

Με τους νέους μας φίλους είμαστε αυθόρμητοι κι αληθινοί, αλλά μάθαμε να τους κρατάμε σφιχτά χωρίς να τους πνίγουμε, να τους λέμε την αλήθεια χωρίς να τους πονάμε. Το μάθαμε με τον δύσκολο τρόπο, χάνοντας ίσως κάποιους πολύ σημαντικούς για μας, θυσιάζοντας ακούσια και μέρος του εαυτού μας. Βέβαια, εκείνη η φιλία των μαθητικών μας χρόνων μπορεί να υπάρχει για πάντα στις αναμνήσεις μας. Στις φωτογραφίες απ’ τις εκδρομές και τις διακοπές μας. Σ’ όλες τις βλακείες που κάναμε μαζί τότε και μπορούμε ακόμα να τις επισκεπτόμαστε με το νου και να γελάμε.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη