Θυμάσαι εκείνα τα παιδικά μας καλοκαίρια στο χωριό; Τότε που οι ιδιαίτερες πατρίδες μας μύριζαν ακόμα το φαγητό της γιαγιάς και τα βράδια μας είχαν τον ήχο των παιδικών φωνών μας; Σαν μεγαλώσαμε λίγο ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλο, ή κρατήσαμε φυλαχτό εκείνο το φλερτ πίσω στην πόλη μας, αλλά δεν αμελήσαμε τα ραντεβού μας στην πλατεία του χωριού. Εκεί βρισκόμασταν όλοι, εκεί κάναμε παρέα κάθε καλοκαίρι –πάντα με την ίδια θέρμη–, ακόμα κι αν όλο το υπόλοιπο έτος δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα.

Εκεί γυρνάμε ακόμα -ίσως όχι τόσο συχνά αλλά γυρνάμε. Ξαναπερνάμε απ’ τους ίδιους δρόμους, ξαναθυμόμαστε το σοκάκι που δώσαμε το πρώτο φιλί, το παγκάκι που ορκιστήκαμε να επιστρέφουμε, γιατί θα ήμασταν για πάντα φίλοι. Χαμογελάμε νοσταλγικά, χανόμαστε για λίγο στις θύμησες ενός παιχνιδιού που έμεινε μισό, γιατί η ώρα είχε περάσει κι οι δικοί μας μάς φώναζαν πίσω. Για μερικά δευτερόλεπτα γευόμαστε εκείνη τη βανίλια υποβρύχιο που βουτούσαμε τα μεσημέρια στο νερό κι ίσως να ακούμε από πίσω τα ξαδέρφια μας να γελούν.

Κοιτάμε την αυλή του γείτονα που κλέβαμε τα σύκα όσο εκείνος έκανε πως δε μας έβλεπε. Τη μάντρα της διπλανής που πηδούσαμε γρήγορα, όταν παίζαμε κρυφτό για εκείνο το «φτου ξελευθερία». Στο σπίτι του παιδικού μας φίλου, που έχει ερημώσει πια, ο λαιμός μας αποκτά έναν κόμπο. Αναρωτιόμαστε πώς χαθήκαμε και γιατί δεν είμαστε όπως παλιά. Μια γλυκόπικρη γεύση, σαν το γλυκό νεραντζάκι που μας κέρναγε η θεία. Ξέρουμε την απάντηση, μα η αποθυμιά μας κάνει τερτίπια.

Μεγαλώσαμε πια και τα καλοκαίρια μίκρυναν. Οι επιστροφές μας λιγόστεψαν κι οι σχέσεις μας σαν να ξεμάκρυναν κι αυτές. Ο φίλος που κρατάς σφιχτά στις φωτογραφίες από ‘κείνα τα περασμένα καλοκαίρια είναι πια ένας γνωστός. Όχι γιατί μαλώσατε, αλλά γιατί μεγαλώσατε χώρια. Γιατί η μπάλα, το κρυφτό, τα παγωτά και το ποδήλατο δεν είναι πια τα κοινά σας ενδιαφέροντα. Ίσως να μην έχετε καν κοινά ενδιαφέροντα πια. Έχετε, όμως, τόσες πολλές αναμνήσεις που δε θα γίνετε ποτέ δυο άγνωστοι -κι αυτή είναι η μαγεία του χωριού σας.

Αν περιγράφαμε τις επιστροφές στο χωριό με μία λέξη, αυτή θα ήταν η «επανασύνδεση». Δεν είναι μονάχα επιστροφές, είναι επανένωση με όσα μας επηρέασαν στην εφηβεία μας και πίσω. Είναι σαν ταξίδι στον χρόνο όπου πρωταγωνιστής είναι ο εαυτός μας στην πιο τρυφερή εκδοχή του. Τότε που πληγωνόμασταν γιατί μας έπεσε το παγωτό απ’ τα χέρια. Τότε που τα τραύματά μας ήταν γρατζουνιές στα πόδια. Τότε που γευτήκαμε το πρώτο μας φιλί και πήρε ένα ολόκληρο καλοκαίρι το χρώμα του δειλινού.

Η επιστροφή στο χωριό είναι επανασύνδεση με ανθρώπους που δε βλέπουμε συχνά, ανθρώπους που, είτε είναι οικογένεια είτε όχι, τους νιώθουμε δικούς μας και συχνά φωνάζουμε «θείους». Είναι επανένωση με τη φύση και την απλότητα. Επανένωση με εμάς και τις ρίζες μας και κάποιες φορές –αν είμαστε τυχεροί– οι επιστροφές στο χωριό είναι και μια καλή ευκαιρία να το συστήσουμε σε κάποιον σημαντικό μας άνθρωπο.

Εμείς επιστρέφουμε εκεί που η ραθυμία του θέρους έγινε φαντασία και παιχνίδι μα φέρνουμε μαζί και κάποιο πρόσωπο να το γνωρίσει. Φέρνουμε την καλύτερή μας φίλη, τον κολλητό μας, τον άνθρωπό μας. Τους μιλάμε για όσα θυμόμαστε και ζωντανεύουν και πάλι εμπρός τους. Τους δείχνουμε πού κρυβόμασταν για να κάνουμε τα πρώτα μας τσιγάρα, πού ήπιαμε το πρώτο μας ποτό. Κάνουμε το χωριό μας και δικό τους, έστω για λίγο.

Για λίγο, γίνονται θεατές μιας ίσως αθέατης πλευράς μας. Γίνονται κομμάτι ενός μέρους πολύ δικού μας. Κι όσο ο μεταξύ μας δεσμός δυναμώνει τόσο πιο σημαντικός γίνεται κι ο τόπος μας και για ‘κείνους. Ταυτόχρονα, όμως, βλέποντας πως κι οι άλλοι ερωτεύονται την ιδιαίτερη πατρίδα μας, τη θωρούμε με ένα νέο θαυμασμό. Σαν να μεταλαμπαδεύουμε την αγάπη μας για το χωριό μας στους άλλους κι έπειτα να αγαπάμε και τον τόπο μας λίγο ακόμα, γιατί μοιάζει αδιαμφισβήτητα αξιαγάπητος, με νιώθεις;

Κι οι μέρες περνούν όπως έφευγαν κι όλα τα οκνηρά μας καλοκαίρια. Κι ύστερα επιστρέφουμε στην πόλη μας –βουρκωμένοι κι ας μην το ομολογούμε, γιατί μεγαλώσαμε πια– και το χωριό μας έχει δώσει το όνομά του σ’ ένα ακόμα καλοκαίρι. Έχει βάλει κι άλλες στιγμές στον φάκελο που θα νοσταλγούμε, πολλές φωτογραφίες, αναμνήσεις και νέους ανθρώπους. Έχει σμίξει το νέο με το παλιό κι έχει ριζώσει μέσα μας. Γιατί ό,τι κι αν κάνουμε, όπου κι αν πάμε, τα καλοκαίρια μας είναι τα χωριά μας.

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη