Ένα πολύ διαδεδομένο σπορ στο οποίο επιδίδονται οι άνθρωποι από αρχαιοτάτων χρόνων είναι η συκοφαντία. Στην αρχαιότητα και με βάση τη σύνθετη ετυμολογία της λέξης, σε μία απ’ τις ερμηνείες της, συκοφάντης ήταν αυτός που φανέρωνε τα σύκα που είχε κρύψει κάποιος επάνω του, τα οποία θεωρούνταν πολύτιμος καρπός. Δεν τα φανέρωνε, όμως, με την ανιδιοτελή έννοια της λέξης, αλλά στην πραγματικότητα κατέδιδε όποιον τα έκρυβε.

Και σιγά την ανακάλυψη που έκανε, θα μου πείτε –και συμφωνώ–, αλλά αυτός ένιωθε σπουδαίος και τρανός και διέδιδε πως βοηθούσε το κοινό καλό. Έτσι, λοιπόν, με την πάροδο των χρόνων, συκοφάντης κατέληξε να είναι ο καταδότης, αυτός που λασπολογεί και διαβάλλει ανθρώπους κι αξιοπρέπειες με καθαρό κίνητρο το προσωπικό του όφελος. Βέβαια, στην αυτοπροβολή αποσκοπούσε, αλλά πώς να το παραδεχτεί κάποιος αυτό και πώς να καταλάβει, όταν το διαπράττει, ότι μπορεί να του γυρίσει μπούμερανγκ.

Δεν έχει καμία σημασία, για κανέναν τέτοιου είδους άνθρωπο, αν αυτό που θα πει είναι αλήθεια ή όχι -γιατί αν είναι ντέφι να γίνει, που λένε και στο χωριό μου. Τον ενδιαφέρει μόνο να επωφεληθεί μέσα απ’ αυτό. Σκοπός του είναι να βλάψει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται και να του καταστρέψει ενδεχομένως επαγγελματικές, φιλικές ή κι ερωτικές σχέσεις από καθαρό εγωισμό ή και ζήλια.

Ειδικά στους περισσότερους χώρους εργασίας γίνεται το μάλε-βράσε, συνήθως από άτομα που σου χαμογελάνε με τον πιο γλυκό τρόπο, σπιλώνοντας αξιοπρέπειες χωρίς καμία απόδειξη παρά μόνο από προσωπική εμπάθεια και κυρίως ανασφάλεια. Συμβαίνει, όμως, και μεταξύ φίλων –ο Θεός να τους κάνει– αλλά και μεταξύ πρώην, που δεν έχουν άλλο χαρτί να παίξουν, ελπίζοντας πως θα επιστρέψει ο άνθρωπος που δεν τους θέλει πια για ερωμένους.

Κουτσομπολιά, ρουφιανιές και ψέματα που λέγονται από διάφορα στόματα (ή και χέρια στη σημερινή φουλ ηλεκτρονική εποχή που ζούμε) και που γίνονται πιστευτά, μπορούν να βλάψουν, εκτός από πάσης φύσεως σχέσεις, την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση του δέκτη. Αυτού του ατόμου δηλαδή που δέχεται όλη τη λάσπη στα μούτρα και συνήθως το μαθαίνει είτε από σπόντα είτε το αντιλαμβάνεται από ξαφνικές αλλαγές συμπεριφοράς του περίγυρού του κι αρχίζει να το ψάχνει παρέα με την Αριάδνη και τον Μίτο της.

Κι εκεί συμβαίνουν δύο τινά ως προς τη συμπεριφορά του. Στη μία περίπτωση όπου ο «πληροφοριοδότης» αρχίζει να σπέρνει φήμες σε περιβάλλον κι ανθρώπους για τους οποίους ο «λασπωμένος» αδιαφορεί παντελώς ακόμη και για την ύπαρξή τους και πολύ περισσότερο για τη γνώμη που έχουν γι’ αυτόν, ίσως να ‘ναι και διασκεδαστικό μέχρι ένα σημείο. Γιατί εκεί μπορεί και να ισχύει το «ακόμη και μια κακή διαφήμιση δεν παύει να είναι διαφήμιση». Οπότε αφού ασχολούνται μαζί του, σημαίνει ότι ξεχωρίζει. Άρα αφήστε τους να λένε, αλλάζοντας θέμα και να μιλάνε για τον καιρό κάθε φορά που θα περνάτε από μπροστά τους επιδεικτικά και χαμογελαστά!

Στην περίπτωση όμως που ψέματα και κακολογίες γίνουν αποδεκτά αβλεπί από άτομα που ο «στόχος» εκτιμάει ή πονάει το δοντάκι του και που ποτέ δεν πήγαν να ρωτήσουν αν αυτό που έμαθαν ήταν αλήθεια ή ακόμη και να ζητήσουν τα ρέστα αν τους αφορά, παρά μόνο τα καταπίνουν αμάσητα και μάλιστα εξαφανίζονται από προσώπου γης λες και κυκλοφορεί άκρως κολλητική επιδημία και τι κακό τους βρήκε, τότε η ψυχολογία του δέκτη των συκοφαντιών αλλάζει.

Απογοητεύεται, θυμώνει, πεισμώνει κι αδιαφορεί κι εκείνος εγωιστικά πια. Αναρωτιέται τι έκανε λάθος στην αξιολόγηση αυτών των ανθρώπων κι ενώ πίστευε στην ειλικρίνεια και στην αμεσότητα της επικοινωνίας των σχέσεων εν γένει, βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο προσπαθώντας να εξηγήσει στο μυαλό του τα ανεξήγητα. Ως επί το πλείστον καταλήγει στο συμπέρασμα πως πάλι αυτός φταίει, γιατί δεν μπόρεσε να δει πίσω απ’ τις μάσκες που του πλάσαραν για αυθεντική μούρη.

Η ανασφάλεια ως προς την ικανότητα κρίσης για την πραγματική ποιότητα του χαρακτήρα ανθρώπων που θα τον πλαισιώνουν από ‘δω και πέρα μεγαλώνει, ενώ η αυτοεκτίμηση έχει αρχίσει τη θεαματική κάθοδο. Γιατί αυτός που θα κατηγορηθεί αδίκως, μετά τη φάση του θυμού και του πείσματος θα περάσει στο γήπεδο που θα τρέχει μόνος του και θα βγει δεύτερος, αφού θα ψάχνει να βρει γιατί δε διέκρινε πως οι σχέσεις που χάθηκαν και πίστευε πως ήταν σημαντικές ένθεν κι ένθεν, τελικά ήταν μόνο ένθεν.

Ειδικά αν κάνει εκείνος προσπάθεια να ανακάμψει η επικοινωνία και φάει πόρτα χωρίς αιτιολόγηση, παίζει να περάσει και μια μίνι κατάθλιψη πάνω στην κατά κανόνα κατάθλιψη που περνάμε όλη μας τη σήμερον ημέρα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Δηλαδή τι να τον κάνει το φίλο που δε ζήτησε μια εξήγηση ή μια επεξήγηση όπως επίσης και τι να το κάνει το ταίρι που απλώς έγινε μπουχός επειδή είπε κάποιος κάτι!

Μέχρι, βέβαια, ο «λασπωμένος» να συνέρθει, να σηκώσει πάλι κεφάλι, να σιχτιρίσει συκοφάντες και πρόβατα, να γίνει «λύκος της στέπας», κι από κει πάν’ κι οι άλλοι! Όποιος θέλει, πράττει. Όποιος βολεύεται, κατά περίπτωση, αδρανεί, αισθανόμενος υπεράνω και πιστεύοντας πως αυτοπροστατεύεται ενώ στην ουσία θυματοποιείται.

Και δεν ξέρω για σας, εμένα δε μου αρέσει να είμαι θύμα από επιλογή. Οπότε αν με συκοφαντήσει κάποιος, να βρει καράβι να φύγει καλύτερα. Οι Ιφιγένειες μας τελείωσαν!

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη