Μεγάλες αναφορές γίνονται, όταν συζητιέται ένας προβληματισμός συναισθηματικής φύσεως, για το πόσο εκτίθενται οι άνθρωποι όταν αναρωτιούνται αν πρέπει ή δεν πρέπει να δείξουν στο άτομο που τους γοητεύει τις προθέσεις τους, που οτιδήποτε άλλο πέρα από σκέτες φιλικές είναι.

Εκτενής κουβέντα θα κάνει τους συνομιλητές ή τους συμβουλάτορες να ορίσουν τα όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να γίνει αυτή η «έκθεση». Ακούμε συχνά: «Μη φανείς απελπισμένος», «Δώσε κάποια σημάδια για να καταλάβει», «Αξιοπρέπεια κι αυτοσυγκράτηση κυρίως», «Πρότεινε συχνότερες συναντήσεις», «Στείλε κανένα μήνυμα παραπάνω, δε θα κουλαθεί το χέρι σου», «Μη στέλνεις συνέχεια εσύ», «Πάρε και κανένα τηλέφωνο», «Πες και κανένα «όχι»» κι οι –αντιφατικές συχνά– συμβουλές δεν έχουν τελειωμό.

Όλοι γνωρίζουμε, όμως, πως θα κάνουμε του κεφαλιού μας και καμία οδηγία ή προτροπή δε θα μας κρατήσει. Ειδικά αν για μας αυτό το ένα άτομο έχει ήδη δείξει σημάδια τα οποία έχουμε υπεραναλύσει κι όλα μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως το ενδιαφέρον είναι αμφίδρομο, καλούμαστε να πάρουμε την απόφαση να μιλήσουμε χύμα και τσουβαλάτα να δούμε τι γίνεται στην πραγματικότητα, κι όχι τι φανταζόμαστε ό,τι μπορεί να γίνεται. Βέβαια, ακόμη κι αν η αντίπερα όχθη δεν έχει δώσει σημάδια, πάλι θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θα εκτεθούμε ή θα το τραβήξουμε το κουπί με υποθέσεις μόνο, κι όσο πάει.

Αφού, λοιπόν, το δείξαμε, το είπαμε, επιμείναμε για να δώσουμε στον άλλον να καταλάβει πως δεν είναι λόγια της πλάκας, πράξαμε για να μη μείνουμε μόνο στα λόγια, και συνεχίζουμε να βλέπουμε ότι ο ερωτικός μας πόθος αγρόν αγοράζει, καλό θα ήταν να αποχωρήσουμε αδιαμαρτύρητα.

Μπορεί να μη μας γουστάρει, μπορεί να μην πληρούμε όλες τις προδιαγραφές της λίστας του (ναι, κάποιοι κάνουν και λίστες), μπορεί να γουστάρει που γουστάρουμε αλλά μέχρι εκεί, μπορεί να μας βλέπει φιλικά (φιλικά ήταν και τα σεξουαλικά υπονοούμενα, μην τρελαίνεσαι), μπορεί να πιστεύει πως μας πέφτει λίγος (γελάμε όλοι φωναχτά χτυπώντας παλαμάκια), μπορεί να τρομοκρατήθηκε απ’ το παρελθόν μας (εμείς κι οι απέθαντοι τόσο τρομακτικοί) και, μεταξύ μας, όποιο «μπορεί» κι αν ισχύει, έρχεται η ώρα που παύει να μας ενδιαφέρει.

Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που ευχόμαστε στον άλλον να ‘ναι καλά, να βρει αυτό που ψάχνει κι άλλο κακό να μην τον βρει -αλλά ούτε και μας. Μοιάζει με απελευθέρωση, όσο καψουρεμένοι κι αν είμαστε, όταν έρχεται αυτή η ώρα που αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι κόλπα για να μας ψαρώσει αυτά που κάνει, αλλά απλά δε μας θέλει. Κι αυτό μπορεί να συμβεί σε όλους.

Και τότε αρχίζει το γλέντι, γιατί όταν δούμε την αλήθεια κατάφατσα γινόμαστε πιο αποφασιστικοί, πιο «δε γαμιέται» κι η ζωή πάει παρακάτω. Δε χρειάζονται μελοδράματα και στεναχώριες. Ούτε οι πρώτοι είμαστε ούτε οι τελευταίοι. Άλλωστε, μπορεί κι εμείς να το ‘χουμε κάνει αυτό σε κάποιον άλλον. Οπότε σίγουρα δε φοράμε φωτοστέφανο! Σημασία έχει ότι δεν αφέθηκε τίποτα στην τύχη του. Ότι προσπαθήσαμε και μπορεί να μην είχαμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά υπήρξε μία κατάληξη. Και προχωράμε!

Εκεί έξω υπάρχουν κι άλλοι που δε θα θέλουμε εμείς, όπως κι εκείνοι που δε θα θέλουν εμάς. Για το έξω; Για το μέσα; Για το όλον; Δε θα κάτσουμε να βρούμε εμείς το «γιατί», αν δε θέλουν να το πουν. Η ποιότητα ενός ανθρώπου δε φαίνεται μόνο με ποιους και τι ασχολείται. Η ποιότητα είναι συνδυασμός λόγων κι έργων. Κι όταν αυτά τα δύο είναι «όπου φυσάει ο άνεμος» δεν υπάρχει -τουλάχιστον με τον τρόπο που την ορίζουμε εμείς. Οπότε τα ίδια μπορεί να ισχύουν και για τους άλλους προς εμάς. Καλό είναι να βλέπουμε τη σφαιρική εικόνα του πράγματος κι όχι εκείνη απ’ τη μεριά του θύματος.

Το μόνο σίγουρο είναι πως το να άγεται και να φέρεται κάποιος, ανάλογα με τις διαθέσεις των άλλων, είναι άκρως αντισεξουαλικό, εκτός από εξευτελιστικό, κι εμείς δε θέλουμε να είμαστε αντισεξουαλικοί -θέλουμε;

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη