Ο φαύλος κύκλος των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Η έντονη διαμάχη θάρρους και δειλίας. Η μοναδική ίσως απάντηση στα αμέτρητα «αν» και «γιατί». Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει ταλανιστεί από ένα απωθημένο. Που δεν τον έχει βρει το ξημέρωμα προσπαθώντας να λύσει αυτήν την παράλογη εξίσωση. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο, είναι μάλλον ένας πολύ κακός ψεύτης.

Καθετί το ανεκπλήρωτο είναι η αρχή του κακού. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, όμως, είναι η απόλυτη καταστροφή. Ίσως είναι εκείνη η κοπέλα που συναντούσες καθημερινά στο μετρό και δε βρήκες ποτέ το θάρρος να της μιλήσεις. Είτε εκείνος ο τύπος που γνώρισες μια τυχαία νύχτα σε ένα κλαμπ και το μόνο που θυμάσαι από αυτόν είναι εκείνο το παθιασμένο φιλί που σε κέρασε αντί για ποτό. Τα αδιέξοδα που συναντούσες καθώς αφηνόσουν στον έρωτά της κι εκείνη είχε πάντα κλειστή τη πόρτα της εισόδου. Η απογοήτευση απ’ τον πρόωρο χωρισμό του, ενώ εσύ έγραφες το σενάριο της δική σας ρομαντικής ταινίας. Εκείνοι οι έρωτες που, τελικά οι δρόμοι τους χωρίστηκαν και παντρεμένοι με άλλους πια, έμειναν να χρωστάνε ένα ανείπωτο «σ’ αγαπώ».

Ποικίλλουν και διαφοροποιούνται τα μεγέθη των απωθημένων, αλλά τα σημάδια που αφήνουν, παραμένουν κοινά. Όπως εκείνες οι νύχτες που ήσουν τόσο ενθουσιασμένος κι έχτιζες όνειρα και καταστάσεις μαζί της, μέχρι να γκρεμιστούν από ένα sms που δεν ήρθε ποτέ. Όπως εκείνες οι πολύωρες συζητήσεις με την κολλητή, που σου άφηναν ελπίδες να ξανανιώσεις το χάδι του και, τελικά, το άγγιγμά του ξεθώριασε στον χρόνο. Ένα βρόμικο και άνισο παιχνίδι με το ίδιο σου το μυαλό, βάζοντάς σε να πλάθεις το παραμύθι. Γεμίζοντας με προσδοκίες κάτι που εσύ απλά γεύτηκες ή η υπόσχεση που σου έδωσε, πως δεν έχει τίποτα τελειώσει ακόμα.

Ο χρόνος περνά κι οι πληγές αυτές ξεραίνονται, όπως τα τραύματα που ‘χαμε στα γόνατα όταν ήμασταν παιδιά. Ερωτεύεσαι, αγαπάς κι αγαπιέσαι. Βρίσκεις τον άνθρωπο που επιτέλους τάισε τις επιθυμίες σου και νιώθεις πλήρης -ή έτσι νομίζεις τουλάχιστον.

Κι εκεί που κάθεσαι στην άκρη της θάλασσας ατενίζοντάς την, ήρεμος και γεμάτος πια, διακρίνεις από μακριά ένα σαπιοκάραβο να πλησιάζει και να προσπαθεί να πιάσει λιμάνι. Σου γεννά ένα συναίσθημα παράξενο. Δεν το περίμενες, αλλά νιώθεις πως κάτι σου θυμίζει. Όπως εκείνη τη στιγμή που περίμενες στην ουρά για να βγάλεις εισιτήριο για το τρένο κι όταν ο μπροστινός σου γύρισε, ήταν εκείνος, εκείνος ο τύπος με το αξέχαστο «κέρασμα». Τότε που ο κολλητός σε έπεισε να πάτε στο απέναντι τραπέζι να μιλήσετε στις κοπέλες που κάθονταν μόνες και μία απ’ αυτές ήταν η κοπέλα του μετρό, που δεν είχες ποτέ το θάρρος να της μιλήσεις. Τη νύχτα που αποχαιρέτησες τον σύντροφό σου και, λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, το κινητό δίπλα σου δόνησε: «Γεια σου! Ελπίζω να μην ενοχλώ…». Και δεν μπορούσες ούτε εσύ να εκφράσεις το πόσο «ενοχλούσε».

Και ξαφνικά, ενώ όλα πήγαιναν καλά και κυλούσαν ήσυχα, αρχίζεις να θυμάσαι. Γνώριμες μυρωδιές. Τραγούδια που είχες ξεχάσει ότι σου άρεσαν κάποτε. Μέρη που δεν είχες τολμήσει να επισκεφτείς ξανά. Το ξεραμένο τραύμα αρχίζει να σε φαγουρίζει. Η απελπισία σε επισκέπτεται ξανά, ενώ η επιθυμία του «τότε» γίνεται θύελλα. Ψάχνεσαι, τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Επιδιώκεις άλλη μία δήθεν τυχαία συνάντηση, αφήνοντας έκπληκτο τον εαυτό σου με το πόσο ευρηματικός μπορείς να γίνεις για κάτι που θες.

Ο στόχος επιτυγχάνεται. Είστε μαζί, λίγο πριν ο κύκλος ολοκληρωθεί, ενώ η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Τι κάνεις; Παίρνεις αυτό που έμενε χρωστούμενο; Ζεις τη στιγμή ρισκάροντας να χάσεις ξανά τον εαυτό σου; Προσπαθείς να κρατήσεις τις ισορροπίες με νύχια και με δόντια; Μα ποιες ισορροπίες; Ανάβεις με μιας το φιτίλι κι η έκρηξη που προκαλεί το πάθος του ανεκπλήρωτου είναι αρκετή για να δεις τι απέμεινε.

Ο απολογισμός απογοητευτικός. Ο κύκλος έκλεισε κι αυτό το τόσο μεγάλο, έγινε τόσο μικρό, που ξεχάστηκε πια για πάντα. Είτε δεν έκλεισε ποτέ και παρέμεινε φαύλος, γυρνώντας σε ξανά απ’ την αρχή. Οι πιθανές τους συνέπειες; Γκρέμισες σε μία στιγμή ό,τι έχτιζες για χρόνια.

Όσο έντονο κι αν ήταν αυτό που ένιωσες κάποτε, όσες αναμνήσεις και να κράτησες σαν φυλαχτό από εκείνον τον –παραλίγο– έρωτα, μην κάνεις αυτό το λάθος. Όταν βρεθείς ξανά στην ακτή και δεις το καράβι να γυρίζει πίσω, βύθισέ το και φύγε. Μην εμπιστεύεσαι τα απωθημένα, είναι καράβια που γυρίζουν απ’ το πουθενά…

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Συριόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη