Αν λάβουμε σαν κοινό παρανομαστή το γεγονός ότι όλοι θέλουμε να αυτοβελτιωνόμαστε και τελικά να πετυχαίνουμε, μικρούς ή μεγάλους στόχους, θα πρέπει να είμαστε -επιπλέον- ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας όταν και κάποιος άλλος το αντιλαμβάνεται και μας το επισημαίνει. Το ίδιο ισχύει και για όποιο χάρισμα έχουμε είτε αυτό είναι εξωτερικό είτε εσωτερικό.

Αν δηλαδή το χρώμα των ματιών μας γίνει λόγος να σχολιαστεί με θετικά κοσμητικά επίθετα ή με παρομοιώσεις που περιλαμβάνουν τη χλωρίδα και την πανίδα της υφηλίου τότε θα έπρεπε να καμαρώσουμε γεμάτοι με ικανοποιημένη περιρρέουσα ματαιοδοξία. Ακόμη κι αν το κομπλιμέντο προήλθε από τη θεία της γιαγιάς της συμπεθέρας της κουνιάδας του πατέρα μας. Πολύ περισσότερο δε, όταν είναι και σε «ψιλό-πρόσεξα» φάση. Διότι αν πει κανείς σας ότι δεν του άρεσε που διέκρινε κάποιος άλλος πόσο σας πάει αυτό το χρώμα ή τι ωραίο κούρεμα κάνατε ή πόσο έξυπνοι είστε και ήρθε να σας το πει, έτσι γιατί ήθελε, θα ψεύδεται. Για την ακρίβεια και θα του αρέσει και θα ψεύδεται.

Το πανηγύρι για κάποιους από εμάς, όμως, ξεκινάει αμέσως μετά αφού έχουμε ακούσει τη φιλοφρόνηση. Γιατί δε δεχόμαστε όλοι τις καλές κουβέντες αφιλτράριστες. Ή δεν κάνουμε χαρούλες όταν κάποιος μας πει πως κάτι έχουμε σήμερα και είμαστε ομορφότεροι. Το πιθανότερο είναι να τον ρωτήσουμε πότε επισκέφτηκε οφθαλμίατρο τελευταία φορά ή αν έχει καιρό που συνουσιάστηκε. Και συνήθως τα γέλια μας κλείνουν την κουβέντα επί του θέματος. Κάποιες φορές είναι η καχυποψία που δε μας αφήνει να χαρούμε που ξεχωρίσαμε για κάτι ή σε κάτι, Άλλες πάλι η αμφισβήτηση γι’ αυτά που ακούμε μας βάζει σε τριτοτέταρτες σκέψεις.

Όταν δυσκολεύεσαι να δεχτείς μια φιλοφρόνηση οι συνήθεις τρόποι να το αντιμετωπίσεις ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Άλλοι αυτομάτως αυτοπροσβάλλονται και ουσιαστικά απαξιώνουν το κομπλιμέντο από φόβο να μη θεωρηθούν ψώνια, νάρκισσοι, καβαλάρηδες καλαμιών εν ολίγοις  που το παρκάρουν πού και πού. Θα συναντήσουμε σίγουρα αυτούς που ανταποδίδουν το κομπλιμέντο ατάκα κι επιτόπου και σαν άλλο μπούμερανγκ το γυρίζουν εκεί από όπου ήρθε και τους ψιλοτάραξε. Είναι όμως κι εκείνοι που τους αρέσει να δείχνουν μετριόφρονες κι όποτε τους πεις καλή κουβέντα μεταβιβάζουν τα εύσημα στην ομάδα, στην οικογένεια, στον κολλητό του λυκείου για την έμπνευση και τέλος στον σκηνοθέτη και στον σεναριογράφο.

Όποιον τρόπο κι αν έχουμε να μας βγάζει από τη δύσκολη θέση αφού, ουσιαστικά, είμαστε ανίκανοι να δεχτούμε κάτι για εμάς το οποίο δεν το πιστεύουμε εμείς οι ίδιοι η ουσία είναι η ίδια. Γιατί ακόμη κι αν το ξέρουμε το σύνδρομο του «ας μη φανώ ψώνιο» μας κάνει να μη χαιρόμαστε αυτά που πρέπει, την ώρα που πρέπει και με όποιους πρέπει. Έλλειψη αυτοπεποίθησης λέγεται κι αν το γενικεύσουμε θα δούμε ότι όλοι έχουμε πέσει στην παγίδα της κατά καιρούς. Δεν είναι πάντα για καλό αυτό αλλά σίγουρα μας έχει δώσει μαθήματα ζωής.

Κι εμείς καλούμαστε να αυτοβελτιωθούμε, να διορθώσουμε τα λάθη που έχουμε κάνει, να γεμίσουμε τα κενά του πριν και να μας μαθαίνουμε συνέχεια από την αρχή. Λίγο σαν τη μέρα της μαρμότας μοιάζει.  Κι όλα αυτά μέσα από μια καθημερινότητα που μας αναγκάζει άλλοτε να πηγαίνουμε με χίλια, κάποιες φορές να δουλεύουμε στο ρελαντί, πότε-πότε να πηγαίνουμε με την όπισθεν κι άλλοτε σαν να φοβόμαστε μη σπάσουμε τ’ αβγά. Και αυτό συμβαίνει σε όλους μας, αλλά όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, και μετά όλοι εμείς πρέπει να συγχρονιστούμε -κατ’ επιλογή- για να πορευτούμε σ’ αυτό τ’ ανηφόρι που λένε ζωή. Κοινώς, καλή δύναμη καρντάσια και να θυμόμαστε πως όντως το ταξίδι έχει σημασία. Αρκεί να έχουμε βάλει πλώρη για τη σωστή Ιθάκη.

 

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου