Αν μας επιτρεπόταν να πούμε πως κάτι χαρακτηρίζει μοναδικά τον καθένα μας –ως ιδιοσυγκρασία– είναι το είδος μουσικής που αγαπάμε, θ’ ανοίγαμε ένα μεγάλο κεφάλαιο συζήτησης. Ας αναλογιστούμε τον εαυτό μας, φίλους και γνωστούς να δούμε αν μπορούμε να βγάλουμε κάποιο ελάχιστο, μικρό συμπέρασμα με το νόμο των πιθανοτήτων.

Ο γλεντζές ακούει ελληνικά λαϊκά (και πολύ καλά κάνει), ο ρομαντικός συνήθως ακούει μπαλάντες ή κλασσική μουσική (εξαιρετική επιλογή για αυτοσυγκέντρωση), ο «για πάντα νέος» ακούει ροκ (δε θα μεγαλώσουμε ποτέ), ο παραδοσιακός ακούει –τι άλλο;– παραδοσιακά (αγχολυτικό και τονωτικό), αυτοί που τους αρέσει ο αυτοσχεδιασμός συνήθως προτιμούν την τζαζ, ο «πάω με την εποχή μου» χαρακτήρας θέλει ποπ και πάει λέγοντας.

Φυσικά και τα παραπάνω δεν είναι κανόνες, αλλά μια γενικότερη οπτική των πραγμάτων. Διότι όταν έχουμε να κάνουμε με επιλογές μουσικής, οι περισσότεροι από μας μπορούμε ν’ ακούσουμε τα πάντα· ανάλογα με την ώρα, την ψυχολογική μας διάθεση και το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε. Ο καθένας μας, όμως, έχει ένα αγαπημένο είδος το οποίο μπορεί να το ακούει όλη μέρα, κάθε μέρα κι όπου να ‘ναι. Ακόμη και χάλια να αισθανόμαστε, ψυχολογικά, ξέρουμε ακριβώς πώς θα μας κάνει να νιώσουμε κάποιο απ’ τα αγαπημένα μας τραγούδια όταν το βάλουμε να παίζει.

Τα περισσότερα είδη μουσικής τα οποία υπάρχουν –κι είναι πολλά– κουβαλούν μια ιστορία πίσω τους η οποία στη διάρκεια των ετών μεταμορφώνει και μεταλλάσσει την αρχική παρουσίαση, του όποιου είδους, στη μουσική σκηνή. Αλλαγές οι οποίες συνήθως δεν εξαλείφουν την αρχική μορφή του, αλλά το εμπλουτίζουν, το διαφοροποιούν και το κάνουν να εξελίσσεται.

Το ξένο ροκ είναι ένα απ’ αυτά. Εκεί κάπου στο 1960, λοιπόν, ένα είδος μουσικής που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας ’40 αρχές του ’50 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σαν Rock ‘n’ Roll (και περιελάμβανε υποκατηγορίες όπως country rock, jazz fusion, gospel, R&B) άρχισε να δείχνει την επιρροή του σε ένα νέο ύφος που ξεπηδούσε στις μουσικές του κόσμου με βασικό μουσικό όργανο την ηλεκτρική κιθάρα συνοδεία ντραμς. Έτσι γεννήθηκε το κλασικό ροκ κι ακολούθησαν με τα χρόνια το ψυχεδελικό, το progressive, το heavy metal, το punk και μέχρι τις αρχές του 2000 ξεπηδούσαν νέα είδη.

Μουσικές που παρόλο που μιλάνε για αγάπες, σχέσεις, έρωτες, αποτυχίες, επιτυχίες, προσπάθεια, πολιτική κι όλα όσα μπορούν να βασανίσουν έναν άνθρωπο, τη λογική και το συναίσθημά του, συνήθως ο λυγμός ή η κραυγή του τραγουδιστή σε συνδυασμό με τη μουσική και μ’ ένα σόλο του μπάσου, ή της ηλεκτρικής κιθάρας, ή του ντράμερ είναι αυτά που μας κάνουν να ανατριχιάζουμε ή να χοροπηδάμε.

Είναι εκείνη η στιγμή της αποκορύφωσης του κομματιού που κάνει την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά και το στομάχι μας να σφίγγεται. Γιατί κάτι μας είπε στο πίσω μέρος του εγκεφάλου που το συνδυάσαμε με κάποια δική μας στιγμή πάνω στον πλανήτη κι είναι σαν να το τραγουδάει αποκλειστικά για μας, άσχετα αν εκατομμύρια άνθρωποι επί γης το έχουν ακούσει άπειρες φορές.

Ακόμη κι εμείς που βάζουμε στο repeat τα ίδια τραγούδια πολλές φορές τη μέρα, κάθε φορά θα αισθανθούμε κάποιο καινούργιο συναίσθημα ανάλογα με την κατάσταση την οποία παραλληλίζουμε τους στίχους, τη μουσική ή και τα δύο μαζί. Θυμώνουμε, κλαίμε, αναπτερώνεται το ηθικό μας, γινόμαστε ράκη ψυχολογικά. Και τραγουδάμε· δυνατά ή χαμηλόφωνα. Στη μία περίπτωση με κίνδυνο ν’ αρχίσουν τα γυαλικά να σπάνε ένα-ένα και στην άλλη προσέχοντας να μην πάρει κανείς χαμπάρι τον πόνο που μπορεί να νιώθουμε.

Ειδικά αν βρεθούμε σε συναυλία κάποιου αγαπημένου τραγουδιστή ή συγκροτήματος κι οι πέντε αισθήσεις είναι σε υπερδιέγερση. Μοιραζόμαστε το πάθος, τον ενθουσιασμό και την τρέλα, που δε λέει να μας αφήσει, με κόσμο που κατανοεί απολύτως την ψυχοσύνθεσή μας. Αρνούμαστε να παραδώσουμε τα όπλα στο χρόνο και πάντα –ακόμη κι αν βιολογικά θα δυσκολευόμαστε κάποια στιγμή– θα νιώθουμε μικροί, νέοι, επαναστάτες!

Συναισθήματα, σκέψεις και χορός για να βγάλουμε από μέσα μας τη χαρά και τη λύπη. Είναι λίγο σαν ψυχοθεραπεία, χωρίς να ‘ναι ψυχοθεραπεία.

Αυτό δεν είναι κι η μουσική, γενικότερα, άλλωστε;

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη