Κάθομαι με τις ώρες και σκέφτομαι πώς γίνεται έτσι απλά ένας άνθρωπος όσο γρήγορα μπει στη ζωή σου, με τον ίδιο γρήγορο  ρυθμό να βγει απ’ αυτήν. Μπήκε να τα κάνει όλα πουτάνα, μπήκε να για να δώσει ένα μάθημα ή απλά να επιβεβαιώσει πόσο μαλάκας είναι και να φύγει;  Όχι, γιατί για το τελευταίο δε χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια, κάποιοι έχετε ταλέντο σε αυτό.

Κι εκεί που όλα μοιάζουν τόσο μίζερα και βαρετά έρχεται στο  facebook σου ένα αίτημα φιλίας από ένα γνώριμο πρόσωπο. Το δέχεσαι χωρίς πολλά πολλά και δεύτερες σκέψεις. Δε στέλνεις κάτι και αναρωτιέσαι αν θα στείλει. Δε στέλνει όμως.

Περνάνε οι μέρες κι έρχεται το μηνυματάκι που τόσο καιρό  περίμενες. Τα λέτε, τα ξαναλέτε, μιλάτε καθημερινά και υπάρχει  αυτό το παιχνίδι που τόσο πολύ σου αρέσει. Το πάει αργά όμως και το χειρίζεται τέλεια το όλο θέμα.

Έρχεται η στιγμή που θα κανονιστεί η πρώτη έξοδος, σκάει  μύτη  στο μαγαζί που είσαι, μαζί με δύο φίλους  του. Η βραδιά κυλάει πολύ ωραία, μιλάτε, χορεύετε, υπάρχουν τα κλασικά πειράγματα κι εσύ πετάς στα σύννεφα. Φυσικά  δε θες με τίποτα να τελειώσει αυτή η υπέροχη νύχτα, δυστυχώς όμως έρχεται η κρίσιμη ώρα του γυρισμού  για το σπίτι. Φυσικά, προτείνει να σε πάει. Όταν φτάνετε στην είσοδο σε κοιτάει, σου χαμογελάει σε κολλάει στον τοίχο. Σε φιλάει τόσο παθιασμένα που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Δυο-τρία φιλιά ακόμα, κάτι χαμουρέματα και θέλει ν’ ανέβει πάνω. Φυσικά, τι νόμιζες, έτσι θα φύγει; Αλλά εσύ το παίζεις λίγο δύσκολη, του λες καληνύχτα και ο καθένας σπίτι του.

Την επόμενη ξυπνάς χωρίς μεγάλη προσπάθεια με ένα ηλίθιο χαμόγελο το οποίο γίνεται μεγαλύτερο καθώς λαμβάνεις και τα πρώτα του μηνύματα. Και έτσι ξεκίνησε κάτι πολύ ωραίο,  κάθε μέρα μιλάτε, βγαίνετε  και  περνάτε  τέλεια  χωρίς  να έχετε βάλει φυσικά κάποια  ταμπέλα. Ένα από αυτά τα υπέροχα βράδια σε καλεί σπίτι του, βάζεις την δικιά σου πινελιά, το άρωμά σου και πας. Ακολουθεί ένα υπέροχο βράδυ γεμάτο πάθος κι ένταση όπου σας  βρίσκει το πρωί αγκαλιασμένους ανάμεσα στα τσαλακωμένα σεντόνια.

Κι αφού έχουν περάσει δύο ολόκληρες εβδομάδες και πετάς στα  σύννεφα με τον super τύπο, έρχεται αυτή  η καταραμένη  ώρα. Η ώρα  του μπάσταρδου. Και στέλνεις και ένα και δύο μηνύματα και  απάντηση  δεν παίρνεις ποτέ. Σταματάς, περνάνε  δύο μέρες και  τον πετυχαίνεις  μπροστά  σου. Ότι είναι στα χαμένα λέει, ότι δεν είναι σε φάση λέει, κι έρχομαι εγώ εδώ και ρωτάω ποια είναι τα χαμένα;

Επειδή εσύ δεν ήξερες τι ήθελες, ταλαιπωρείς τον άλλον; Τον άλλον που δεν μπορεί να κοιμηθεί, ακούει τον ήχο από το  messenger και ταράζεται κάθε φορά, έχει κλειστεί στο σπίτι κοιτάζοντας ένα  ταβάνι γεμάτο ερωτηματικά και κατηγορεί τον εαυτό του κάνοντας σενάρια.

Κάπως έτσι περνάνε οι μέρες, το μυστήριο δε λύνεται και ο τύπος ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Μετά από σκέψη αποφασίζεις να στείλεις κι αφού δεν παίρνεις καμιά απάντηση τα παρατάς. Έχεις και μια αξιοπρέπεια. Δεν μπορεί ο καθένας όποτε του καπνίσει να μπαίνει και να βγαίνει έτσι στη ζωή σου. 

Ο άλλος μπορεί να έχει προβλήματα, μπορεί να τα ξαναβρήκε με καμιά πρώην, μπορεί έτσι να κάνει γενικά στη ζωή του. Το θέμα είναι εσύ γιατί να βασανίζεσαι και ν’ ανέχεσαι αυτή την συμπεριφορά; Εκεί έξω κυκλοφορούν χιλιάδες τέτοιοι τύποι, δεν αξίζει σε κανέναν αυτή η συμπεριφορά.

Οπότε σήκω από τη μιζέρια σου και τη θλίψη σου, ντύσου και βγες να γνωρίσεις τον επόμενο. Απλώς αυτή την φορά να προσέχεις, γιατί κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Good luck!

Συντάκτης: Αγγελική Μαλλιάσα