

Υπάρχει μια δύσκολη, σχεδόν αόρατη μορφή απώλειας που δε φωνάζει, δε συνοδεύεται από επίσημες αποχαιρετιστήριες πράξεις και δε γίνεται εύκολα κατανοητή από τον κοινωνικό περίγυρο. Είναι η απόφαση ενός παιδιού να απομακρύνει τον γονέα του από τη ζωή του. Δε μιλάμε για αποξένωση που προκύπτει από αδιαφορία ή απόσταση, αλλά για μια βαθιά, επίπονη απόφαση που παίρνεται με βαριά καρδιά και που τραυματίζει, όσο κι απελευθερώνει. Η κοινωνία, ωστόσο, διαχρονικά τείνει να επικρίνει τέτοιες αποφάσεις. Η γονεϊκή φιγούρα εξακολουθεί να θεωρείται σχεδόν ιερή, αδιαπραγμάτευτη. Το παιδί που τολμά να βάλει όρια, χαρακτηρίζεται συχνά ως αχάριστο, ψυχρό ή υπερβολικό. Ελάχιστοι βλέπουν την απόσταση όχι ως ένδειξη σκληρότητας, αλλά ως πράξη αυτοπροστασίας.
Πριν απομακρύνει ένα παιδί τον γονιό του, έχει προηγηθεί μια περίοδος εσωτερικής σύγκρουσης. Σπάνια αυτή η απόφαση λαμβάνεται από θυμό της στιγμής. Σύμφωνα με τη σύγχρονη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, η αποκοπή από έναν γονέα συχνά προκύπτει έπειτα από χρόνια συναισθηματικής παραμέλησης, ψυχικού ή λεκτικού τραυματισμού, τοξικών δυναμικών ή ακόμα και κακοποίησης. Η ψυχολόγος και συγγραφέας Jonice Webb, μέσα από την έρευνά της για τη συναισθηματική παραμέληση των παιδιών, εξηγεί πως οι γονείς μπορεί να αγαπούν, αλλά να μην ξέρουν πώς να το δείχνουν. Αυτό οδηγεί συχνά το παιδί να μεγαλώνει με κενά, μη ικανοποιημένες συναισθηματικές ανάγκες και μια αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό. Όταν η σχέση δεν αλλάζει ούτε στην ενήλικη ζωή, το παιδί κάποια στιγμή αναγκάζεται να επιλέξει· να συνεχίσει να τραυματίζεται ή να θέσει όρια;
Η απόφαση να κοπεί η σχέση δε σημαίνει απαραίτητα ότι το παιδί παύει να αγαπά. Αντίθετα, πολύ συχνά πονάει βαθιά, θρηνεί όχι μόνο για τον γονιό που αποχωρεί, αλλά και για την αγάπη που δε δόθηκε όπως χρειαζόταν. Είναι μια απώλεια που συνδυάζει θλίψη, ενοχή, θυμό κι ανακούφιση. Πολλοί ενήλικες που επιλέγουν αυτή την απομάκρυνση, συνεχίζουν να αμφιβάλλουν για την απόφασή τους. Οι εσωτερικές φωνές της ενοχής, ενισχυμένες από κοινωνικά στερεότυπα και οικογενειακή πίεση, τους βασανίζουν. Μήπως ήταν υπερβολικοί; Μήπως πρέπει να δώσουν άλλη μια ευκαιρία; Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι, το όριο μπορεί να είναι η μόνη πράξη αγάπης που έχουν τη δύναμη να κάνουν αυτή τη φορά, προς τον εαυτό τους.
Η ψυχοθεραπεία έχει σταθεί πολύτιμος σύμμαχος για όσους έχουν βιώσει τέτοιες ρήξεις. Εκεί, οι άνθρωποι βρίσκουν επιτέλους έναν ασφαλή χώρο να μιλήσουν για τη θλίψη τους χωρίς να κριθούν. Να αναγνωρίσουν πως η αγάπη και η απόσταση δεν είναι απαραίτητα αντίθετα. Ότι μπορείς να αγαπάς και να φεύγεις. Ότι η απουσία δεν είναι πάντα εκδίκηση, είναι αυτοσεβασμός. Πολλοί θεραπευτές τονίζουν ότι η αποκοπή δεν είναι απαραίτητα μόνιμη. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο χρόνος, η προσωπική εξέλιξη ή η παρέμβαση τρίτων (π.χ. μέσω οικογενειακής θεραπείας) μπορούν να οδηγήσουν σε μια νέα, πιο υγιή σχέση. Όμως αυτό δεν είναι το ζητούμενο για όλους. Για μερικούς, η μόνη λύση είναι η σιωπή.
Το να κόψεις δεσμούς με τους γονείς σου είναι πολλές φορές η πιο ώριμη απόφαση που μπορείς να πάρεις. Δεν είναι εύκολη, ούτε ανώδυνη. Αλλά είναι έντιμη. Και χρειάζεται πολύ κουράγιο να επιλέξεις την αλήθεια σου όταν όλοι γύρω σου σε καλούν να συνεχίσεις να ζεις σε μια ψευδαίσθηση. Όταν ένα παιδί απομακρύνει έναν γονέα, δεν πετάει τη σχέση. Πετάει μόνο το βάρος που δεν αντέχει άλλο να κουβαλάει. Και μέσα απ’ αυτή την πράξη, δίνει στον εαυτό του την ευκαιρία να αγαπήσει αλλιώς. Πιο ήσυχα. Πιο καθαρά. Πιο ελεύθερα.
Κάποια παιδιά δεν έφυγαν ποτέ για να τιμωρήσουν. Έφυγαν για να μπορέσουν επιτέλους να ανασάνουν. Με την καρδιά τους βαριά, γεμάτη ερωτήματα χωρίς απαντήσεις και αγάπη που δε βρήκε ποτέ έδαφος να ανθίσει. Κι όσο κι αν η απόσταση μοιάζει με ψυχρότητα, στην πραγματικότητα είναι το πιο σιωπηλό «σ’ αγαπώ» που μπορούσαν να πουν. «Σε αγαπώ, αλλά δεν μπορώ πια να πονάω γι’ αυτό». Δεν είναι εύκολο να απομακρύνεις τον γονιό σου. Είναι μια πράξη που κουβαλάει μέσα της την κόπωση, τη σύγχυση, την ανάγκη να σωθείς από κάτι που δε σταματούσε να σε πληγώνει ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω σου σού έλεγε πως είναι η οικογένειά σου. Αλλά το αίμα δεν αρκεί για να χτίσει σχέση. Χρειάζεται σεβασμός, κατανόηση, αγάπη που να μη σε μικραίνει.
Σε μια κοινωνία που μας μαθαίνει να ανεχόμαστε το να λες «ως εδώ» δεν είναι αχαριστία. Είναι ωριμότητα. Είναι αυτοσεβασμός. Είναι πράξη ενήλικης ευθύνης προς το παιδί που κάποτε ήσουν και δεν μπορούσε να προστατευτεί. Κ όμως, ακόμα και η απόσταση αυτή δεν είναι πάντα οριστική. Μπορεί να γίνει μια σιωπηλή παύση, ένα διάστημα απαραίτητο για να επουλωθούν οι πληγές και να ξαναγεννηθεί κάτι νέο. Κάποιες φορές αυτό συμβαίνει. Κάποιες άλλες όχι. Και τα δύο είναι εντάξει. Γιατί η συμφιλίωση δεν είναι υποχρέωση είναι επιλογή και μόνο αν και όταν υπάρξει αληθινή διάθεση κι από τις δύο πλευρές.Αλλά ακόμα κι αν η γέφυρα δε χτιστεί ποτέ, το πιο σημαντικό είναι ότι το παιδί δεν έμεινε για πάντα στη σιωπή. Ότι βρήκε το κουράγιο να φύγει και μέσα από αυτό να αρχίσει επιτέλους να ζει.