

Τα τελευταία χρόνια η έννοια της ακρίβειας έχει πάψει να είναι απλώς ένας τίτλος στις ειδήσεις και έχει μετατραπεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Από το ψωμί και το γάλα, μέχρι τη βενζίνη και το ηλεκτρικό ρεύμα, οι τιμές των βασικών αγαθών έχουν εκτοξευθεί, αφήνοντας τους πολίτες να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με έναν μισθό που μένει στάσιμος. Η άνοδος των τιμών δεν είναι απλώς ένα οικονομικό φαινόμενο. Είναι μια συνθήκη που αλλάζει τον τρόπο που ζούμε, καταναλώνουμε, σκεφτόμαστε και προγραμματίζουμε το μέλλον μας. Επηρεάζει βαθιά τον ψυχολογικό μας κόσμο, την κοινωνική μας ζωή, ακόμα και τις σχέσεις μας. Όταν το κόστος για τα στοιχειώδη ανεβαίνει, περιορίζεται κάθε περιθώριο ελευθερίας.
Από το «ποια θα είναι τα ψώνια της εβδομάδας» έχουμε πάει στο «τι μπορούμε να αγοράσουμε αυτήν την εβδομάδα». Η διατροφή είναι ίσως το πιο άμεσο και αισθητό πεδίο όπου αποτυπώνεται η ακρίβεια. Οι περισσότεροι έχουν διαπιστώσει ότι το ίδιο καλάθι στο σούπερ μάρκετ που άλλοτε κόστιζε 50 ευρώ, σήμερα ξεπερνά τα 100. Το αποτέλεσμα είναι να αναθεωρούνται συνήθειες χρόνων, λιγότερα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, λιγότερο κρέας, περισσότερες προσφορές και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Αυτό όμως δεν είναι απλώς αλλαγή στη γευστική ρουτίνα. Είναι υποχώρηση της ποιότητας ζωής. Η κακή διατροφή φέρνει κόπωση, μειωμένη απόδοση στη δουλειά, κακή διάθεση και τελικά προβλήματα υγείας. Κι όλα ξεκινούν από μια απλή, καθημερινή ερώτηση «Τι θα φάμε σήμερα;».
Άλλος ένας τομέας που έχει δεχτεί πλήγμα είναι η ενέργεια. Η αύξηση στις τιμές του ρεύματος και των καυσίμων έχει κάνει πολλούς να μετράνε το θερμοστάτη, να ζεσταίνουν λιγότερο το σπίτι τους, να αποφεύγουν μετακινήσεις και να αναβάλουν ακόμα και μικρές αποδράσεις, που κάποτε θεωρούνταν δεδομένες. Η ενεργειακή φτώχεια είναι πια πραγματικότητα για πολλές οικογένειες. Όταν μια βασική ανάγκη όπως η θέρμανση ή το ζεστό νερό αντιμετωπίζεται με περιορισμούς, αυτό δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Κι αυτή η συσσώρευση στερήσεων, ακόμα κι αν δεν είναι άμεσα ορατή, φθείρει ψυχολογικά και διαβρώνει την κοινωνική συνοχή.
Η οικονομική πίεση, όμως, δε μένει στο πορτοφόλι. Φτάνει στην ψυχή. Όταν κάθε μέρα ξεκινά με το άγχος για το πώς θα βγει ο μήνας, όταν η σταθερότητα μετατρέπεται σε διαρκή ανασφάλεια, το στρες γίνεται μόνιμος σύντροφος. Πολλοί άνθρωποι δηλώνουν ότι δεν απολαμβάνουν πια τίποτα. Ούτε τον καφέ με φίλους, ούτε τις βόλτες, ούτε ακόμα και τις γιορτές, γιατί όλα μοιάζουν ακριβά, όλα απαιτούν μια απόδειξη, μια απόφαση, ένα κόψε από αλλού. Αυτό οδηγεί συχνά σε ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις, ζευγάρια τσακώνονται για τα οικονομικά, γονείς στεναχωριούνται που δεν μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους όσα θα ήθελαν, νέοι αναβάλλουν το να κάνουν οικογένεια ή να μείνουν μόνοι τους γιατί απλά δε βγαίνει.
Μέσα σε αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα, οι άνθρωποι προσπαθούν να προσαρμοστούν. Κάνουν λίστες στο σούπερ μάρκετ για να αποφύγουν τις παρορμητικές αγορές. Εγκαταλείπουν επώνυμα προϊόντα για πιο φθηνές εναλλακτικές. Μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι. Συγκρίνουν τιμές, ψάχνουν προσφορές, χρησιμοποιούν κάρτες επιβράβευσης και cashback. Οργανώνονται σε ομάδες στο διαδίκτυο για να ανταλλάξουν ιδέες, ακόμα και προϊόντα. Αυτές οι τακτικές είναι πράξεις αντίστασης και επιβίωσης. Δε λύνουν το πρόβλημα, αλλά δείχνουν την ευελιξία και την αντοχή των ανθρώπων. Ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν λύσεις ανάγκης και όχι επιλογής.
Η διαρκής άνοδος των τιμών επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα. Όταν η καθημερινότητα γίνεται διαρκής αγώνας, αυξάνεται η δυσπιστία απέναντι στο κράτος και τις θεσμικές απαντήσεις. Οι υποσχέσεις μοιάζουν κούφιες όταν η σακούλα του σούπερ μάρκετ είναι μισοάδεια. Παράλληλα, η ακρίβεια ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες. Όσοι είχαν ήδη οικονομική άνεση απλώς περιορίζουν κάποια προνόμια. Οι υπόλοιποι που είναι και η πλειοψηφία παλεύουν καθημερινά για τα απολύτως βασικά. Και αυτό διαμορφώνει μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, με έντονη πόλωση, απογοήτευση και ανασφάλεια.
Η ακρίβεια δεν είναι απλώς στατιστική. Είναι το παιδί που στερείται δραστηριότητες. Είναι ο ηλικιωμένος που κόβει το φάρμακό του για να πληρώσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ. Είναι η μάνα που σκέφτεται πώς θα γεμίσει το ψυγείο την επόμενη εβδομάδα. Είναι ο νέος που μεταναστεύει γιατί δε βλέπει προοπτική εδώ. Είναι ένα τραύμα αόρατο, αλλά βαθύ. Και αν δεν αντιμετωπιστεί με γενναίες πολιτικές αποφάσεις και κοινωνική αλληλεγγύη, κινδυνεύει να γίνει χρόνιο. Γιατί όταν οι τιμές ανεβαίνουν, δεν ακριβαίνουν μόνο τα αγαθά. Ακριβαίνει ολόκληρη η ζωή.
Τελικά, αυτό που μας σώζει μέσα σε όλα, είναι η δύναμη που βρίσκουμε ο ένας στον άλλον. Ένα χαμόγελο στο ταμείο, μια ζεστή κουβέντα στην ουρά για το ψωμί, μια μικρή βοήθεια από έναν γείτονα. Αυτά είναι τα αγαθά που δεν ακριβαίνουν, αλλά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη αξία. Και όσο οι καιροί δυσκολεύουν, τόσο πιο πολύ χρειαζόμαστε να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι. Στην ακρίβεια, απαντάμε με ανθρωπιά.