Καθημερινά ερχόμαστε σ’ επαφή με πολλά άτομα, όχι μόνο στον πραγματικό κόσμο, αλλά ακόμη και μέσα απ’ το διαδίκτυο. Η διατήρηση των κοινωνικών μας επαφών έχει γίνει ευκολότερη, αφού δε χρειάζεται να κουνηθούμε απ’ το σπίτι μας και να διασχίσουμε τη μισή πόλη για να συναντηθούμε. Οπότε αυτομάτως αυξάνεται κι ο αριθμός των γνωστών μας, αφού πλέον είναι πολύ πιο εύκολο να γνωρίσουμε κόσμο και να κρατήσουμε επαφή.

Όπως είναι φυσικό δεν τρέφουμε την ίδια εκτίμηση για όλους όσους συναναστρεφόμαστε. Κάποιους τους συμπαθούμε λίγο περισσότερο και με μερικούς κρατάμε μια απόσταση, γιατί δεν έχουμε και την καλύτερη γνώμη για το άτομό τους ή γιατί πολύ απλά μας γυρίζουν τ’ άντερα όποτε τους βλέπουμε.

Είναι, όμως, κι εκείνοι οι άνθρωποι με τους οποίους συμβαίνει να ταιριάξουμε με την πρώτη καλημέρα. Άλλοι το λένε χημεία, άλλοι της μοίρας μας γραφτό κι άλλοι το πηγαίνουν σε μεταφυσικό επίπεδο και πιστεύουν ότι γνωριζόμασταν σε προηγούμενη ζωή -αν υπήρξε. Ας κρατήσουμε την πρώτη εκδοχή, που αν και πιο απτή, δε στερείται μαγείας σε σύγκριση με τις άλλες πιθανές ή απίθανες εξηγήσεις.

Γιατί είναι απερίγραπτα όσα νιώθουμε, όταν -με κάποιον που μέχρι πριν λίγο μας ήταν άγνωστος- μπορούμε να συνεννοηθούμε καλύτερα απ’ ό,τι μ’ ανθρώπους που γνωρίζουμε χρόνια κι έχουμε μοιραστεί ώρες συζητήσεων. Είναι περίεργο πώς γίνεται να μη μας καταλαβαίνουν εκείνοι με τους οποίους ερχόμαστε σ’ επαφή σχεδόν κάθε μέρα εδώ και χρόνια, μα και να μην τους καταλαβαίνουμε ούτε εμείς πολλές φορές.

Υποτίθεται ότι μετά από ένα χρονικό διάστημα μαθαίνουμε πλέον ο ένας τον άλλο, το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις μας. Που σημαίνει ότι, ακόμη κι αν εκπέμπουμε σ’ εντελώς διαφορετικά μήκη κύματος, ωστόσο υπάρχει συνεννόηση. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο.

Κι έρχεται ξαφνικά ένα άτομο απ’ το πουθενά και μας κάνει να τρελαινόμαστε με την επικοινωνία που έχουμε μεταξύ μας. Μπορεί ν’ αντιληφθεί όσα κρύβονται πίσω απ’ τα λεγόμενά μας και δεν μπορούμε να εκφράσουμε, βρίσκει ακριβώς τις λέξεις που ψάχνουμε και συμπληρώνει τις προτάσεις μας. Φυσικά το ίδιο συμβαίνει κι απ’ τη μεριά μας.

Νιώθουμε μια οικειότητα, σαν να τα λέγαμε κι εχθές και γενικώς η κουβέντα κυλάει, έχει ρυθμό και ροή, χωρίς αμήχανες σιωπές, μόνο παύσεις, που βοηθούν στην εμπέδωση. Δε μένουμε ούτε λεπτό χωρίς θέμα, αφού το ένα οδηγεί με φυσικότητα στο επόμενο. Η άνεση κάνει το κλίμα πιο ευχάριστο κι ευχόμαστε να ήταν έτσι όλες μας οι συζητήσεις.

Δεν πρόκειται για κάποιο θαύμα, απλώς επικοινωνούμε. Ακούει κι αισθάνεται ο ένας τον άλλο. Δίνουμε προσοχή σ’ αυτά που λέει και κατά έναν περίεργο τρόπο συμφωνούμε σχεδόν σε όλα. Είναι η χημεία που υπάρχει και που δυστυχώς δεν την έχουμε με πολλούς ανθρώπους. Είναι ένα σπάνιο φαινόμενο, που, όταν όμως συμβεί, μας κάνει να νιώθουμε ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη γνωριμία και μας γεμίζει χαρά.

Διότι είναι πολύ όμορφο να νιώθεις ότι κάποιος σε καταλαβαίνει. Αφού είμαστε κοινωνικά πλάσματα, αυτή την επικοινωνία αποζητούμε. Όταν, λοιπόν, τη βρούμε, είναι λογικό να ευχαριστούμε τη ζωή που μας την έστειλε.

Άντε μετά να επιστρέψουμε στις επαφές εκείνες που μας κάνουν ν’ αμφιβάλλουμε για τη λογική μας και την κατάσταση του μυαλού μας. Να πρέπει να επαναλάβουμε τρεις φορές το ίδιο πράγμα για να γίνει κατανοητό και να αισθανόμαστε ότι κανείς δε μας καταλαβαίνει και δε δίνει σημασία στα συναισθήματά μας.

Δύσκολα μπορούμε να συναναστραφούμε ξανά όλους αυτούς που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Γιατί όταν συναντήσουμε κάποιον που ανεβάζει τον πήχη ψηλά, πώς να τον ρίξουμε; Πώς να πας απ’ το παγκόσμιο ρεκόρ σ’ ένα ταπεινό χάλκινο;

Συντάκτης: Μαρία Βαή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη