«Δεσποινίς, σας παρακαλώ, μη μιλάτε, βγάλτε το σκασμό, με άριστα το δέκα σας βαθμολογώ, μηδέν IQ, μηδέν μυαλό.» 

Τα credits στους αγαπημένους μου FFC και το μήνυμα όλο δικό σας, ωραίες μου κιουρίες, που κάτι καμένα βράδια βάζετε σε επανάληψη στο γιουτιούμπι «Μαρία της γειτονιάς», «Παολίνα» ή «Μαρία η άσχημη».

Θέλετε να ξερουτινιάσετε, υποστηρίζετε και να χαθείτε λίγο στην όλη μαγεία του ρομαντισμού και της ίντριγκας, που σύμφωνα πάντα με τα δικά σας λεγόμενα, έχει χαθεί από τη στυγνή πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε. Θεέ μου, ζούμε ένα δράμα, έχετε δίκιο!

Γελάει ο κόσμος, ορέ.

Σημείο αναφοράς μας απόψε, οι γνωστές ανά τον κόσμο σαπουνόπερες.

Όποιος κατάφερε να τους αντισταθεί, του βγάζω το καπέλο από άποψη αντίληψης και μυαλού, όμως πραγματικά με λυπεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι αυτός ο κάποιος παίζει να μην είναι ούτε ένας –ή μάλλον καλύτερα μια.

Σε αυτές τις λούμπες, άλλωστε, πέφτουμε συνήθως εμείς τα κοριτσάκια και οι πτώσεις μας μοιάζουν πανηγυρικές και τραγικά δακρύβρεχτες, με μια δόση τεράστιας ηλιθιότητας. Μπορεί να λέω και λίγα. Αφήστε με να το σκεφτώ λίγο και να το ζυμώσω μέσα μου…

Ίντριγκες, πάθη, λάθη, έρωτες, φόνοι. Τριαντάφυλλα και δηλητήρια, πισώπλατες μαχαιριές, αυτοκτονίες, ερωτικά τρίγωνα, πολλές φορές και τετράγωνα, αιμομιξίες, τυφλοί που βρίσκουν το φως τους ξανά για χάρη του έρωτα. 

Παιδιά που δε γεννήθηκαν ποτέ και όμως έχουν βιλάρες στην κατοχή τους, ήρωες φαντάσματα που βάζουν φωτιές σε κούνιες παιδικές για το γαμώτο μιας αγάπης, ανάπηροι που ξαναπερπατούν, δίδυμες αδελφές που τα κάνουν όλα πουτάνα και παρακατιανές που γίνονται πριγκίπισσες στο άψε-σβήσε. 

Κι όλα αυτά φυσικά μέσα σε κλίμα απόλυτης χλίδας, καθώς στις σαπουνόπερες «λεφτά υπάρχουν»!

Κέντρο όλων; Ο έρωτας.

Μα φυσικά, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;

Για την ακρίβεια, ο έρωτας όπως δε θα θέλατε σε καμία περίπτωση να τον βιώσετε ποτέ (παραδεχτείτε το!), αλλά παρόλα αυτά, κολλάτε στην οθόνη σας από τα μέλια, ταυτίζεστε με Εσμεράλδες και φτιάχνεστε με ένα Χοσέ Αρμάντο Ντε λα Βέγκα με άθλια περτικαλί γιλέκα και μαλλί αλά Οικονομόπουλος πρωτοεμφανιζόμενος, με μπουκλίτσα καστανή για αλλαγή, οσάν να έχει γλυφτεί από αλανιάρα αγελάδα μεξικάνα.

Μιλάμε για αυτόν τον έρωτα το μυξοπαρθενιάρη, τον πανηλίθιο, το γλυκανάλατο, τον μελό. Για αυτόν τον έρωτα τον φαινομενικά ιδανικό, όμως τόσο ανοργασμικό και ψεύτικο, ταυτόχρονα. Ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα έχει.

Και για όλους αυτούς που πουλάνε παραμύθια πως «όλα είναι βγαλμένα μέσα από τη ζωή», πείτε τους μια μέρα την παρακάτω ιστορία –ίσως να την έχουν ξανακούσει.

Κεντρική μας ηρωίδα είναι η Μαρία. Χρυσή κοπέλα, αγαθή κι έχει τις χάρες όλες.

Το βιογραφικό της είναι αχτύπητο, τα γυαλιά της τεράστια και το μουστάκι της θανατηφόρο.

Σε μια κοινωνία απόλυτου φαίνεσθαι και παραφουσκωμένης καλαισθησίας, της λείπει κάτι βασικό, όπως καταλάβατε. Η ομορφιά.

Άσχημη, αδέξια και άνεργη, ψάχνει την τύχη της σε γνωστές εταιρίες πολυεθνικές για μια θέση, για ένα κομμάτι ψωμί, ρε αδερφέ, και φυσικά δε χάνει ποτέ την ελπίδα της για τον απόλυτο έρωτα.

Ένα πρωί αποφασίζει να χτυπήσει την πόρτα γνωστού οίκου μόδας της, για να εργαστεί ως απλή γραμματέας. Και μαντέψτε! Τον οίκο διευθύνει ένας κούκλος, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις της, την προσλαμβάνει.

Η Μαρία γίνεται το δεξί του χέρι και παράλληλα αρχίζει να τον ερωτεύεται. Μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα, πολύ λάσπη και αδικία, τρίτα πρόσωπα, δάκρυα, μέλια και άπειρες κακοφημίες την ερωτεύεται κι αυτός. Μετά από ένα ταξίδι στο Παρίσι η Μαρία αλλάζει την εμφάνιση της προς το καλύτερο –σαφώς– και στο τέλος ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ένας τίτλος, μια ιστορία με μέση τηλεθέαση 40,6% και με το τελευταίο επεισόδιο του γάμου να σπάει τα κοντέρ με 53%.

Στην τελετή «Πρόσωπα» 2008, βραβεύτηκε ως η καλύτερη καθημερινή σειρά.

Ναι, αγαπημένοι μου, ναι. Η σαπουνόπερα. Και ναι, ξεχειλίζω ειρωνεία και γελάει το χειλάκι μου. Μην αναρωτιέστε γιατί. Είναι πασιφανές.

Ανοίγεις τον ένα κάρο σκουπίδια τηλεοπτικό σου δέκτη με τις χίλιες δυο αηδίες μέσα, ωστόσο έχεις το τηλεκοντρόλ ανά χείρας, άρα την επιλογή. Και εσύ επιλέγεις τη Μαρία την άσχημη. Προσωπικά, θα επέλεγα την Πενταγιότισσα!

Ξεκινάς να παρακολουθείς κάτι, το οποίο γνωρίζεις κιόλας από το πρώτο λεπτό πως θα καταλήξει. Λες πως «ταυτίζεσαι» με τη Μαρία και την κάθε Μαρία και το δράμα της, αναφωνώντας σε στιγμές οδυρμού και μελούρας πως έτσι είναι ο έρωτας.

Όχι γλυκιά μου, δεν είναι έτσι ο έρωτας και πριν με κατηγορήσεις για ωμότητα, πεζότητα και απανθρωπιά, γιατί σου θίξαμε τις χαζομάρες της αρεσκείας σου, άσε με να σου πω κάτι.

Έναν έρωτα όπως αυτόν στις σαπουνόπερες δε θα’ θελες για κανένα λόγο να ζήσεις κι ας έχεις πει τόσες φορές «Αχ, μα πότε θα το ζήσω κι εγώ αυτό» και «Πότε θα’ ρθει;» 

Μεταξύ μας μιλάμε.

Έναν έρωτα προβλέψιμο, γλυκανάλατο και τραγικά ανέραστο. Έναν έρωτα που κάνει διακρίσεις και κοιτάει πως είσαι ντυμένη και αν πετάει το μαλλί και όλα ξεκινούν από εκεί. Έναν έρωτα με σίγουρη ημερομηνία λήξης.

Όχι, δεν το θες και το ξέρεις και το ξέρω.

Αλλά μια ζωή, μέσα στις τόσες επιλογές εμείς εκεί, να επιλέγουμε την κλισεδούρα και το μελό. Τα συστατικά της αποβλάκωσης. Τουλάχιστον τα κυριότερα.

Αντί να ξεστραβωθούμε να δούμε κανένα ντοκιμαντέρ να μάθουμε πέντε-δέκα πράγματα παραπάνω, ή απλά να κλείσουμε την οθόνη μας και να πεταχτούμε έξω να τον βρούμε.

Τι ποιον; Τον έρωτα.

Συντάκτης: Μάρη Γαργαλιάνου