Απόψε θέλω να ταξιδέψουμε παρέα. Να βάλουμε τις φόρμες μας όπως τότε, να πάρουμε cheesecake για το δρόμο και καμιά μπίρα ανά χείρας και να χωθούμε μέσα στο αμάξι. Μη ρωτάς προορισμό. Δεν το έκανες ποτέ για να το κάνεις τώρα.

Θέλω να βάλεις μπρος τη μηχανή αυταρχικά και να ανοίξεις τα παράθυρα τέρμα έως κάτω, να μπαίνει στα ρουθούνια μας μανιακά κρύος αέρας πόλης και όσο μας ξυπνάει μέσα στα μεσάνυχτα, άλλο τόσο να φεύγουμε όλο και πιο μακριά, δίχως να κοιτάμε ταμπέλες, κόκκινα φανάρια, ή πινακίδες.

Να τα αφήσουμε όλα πίσω θέλω. Πάμε, βενζίνη έχουμε έτσι κι αλλιώς.

Δυνάμωσε τη μουσική, σε παρακαλώ. Η μουσική με ξεκλειδώνει και ο συνδυασμός της με την ένταση του αέρα, δημιουργούν μέσα μου μια αίσθηση απελευθέρωσης και εικόνες όμορφες και μέσα στην απλότητά τους, ιδανικές.

Πώς σε ξυπνάνε οι σταγόνες της βροχής όταν ξεσπάει μπόρα, πόσο σε καίει ο αυγουστιάτικος ήλιος ο μεσημεριανός, πώς σε ηρεμεί ένα γλυκό νανούρισμα παιδικό και πόσο σε διεγείρει η εικόνα των δύο γυμνών μας κορμιών να γίνονται ένα «Ένα» ιδρωμένο και απόλυτο; Αυτή η αίσθηση. Η αίσθηση «ας το ζήσω και ας καώ», ή «ας γίνω παπί», ή «ας μη ξυπνήσω ποτέ»…

Ξύπνησα λίγο απότομα ίσως, όμως το όνειρο άξιζε.

Είχα δεσμό με ένα όνειρο αγαπημένοι μου και γεννούσα όνειρα διαρκώς μαζί του, του μαγείρευα και του τραγουδούσα και εκείνο μου χτένιζε τα μαλλιά και μου τα έκανε πλεξούδες. Απολάμβανε να κάνουμε έρωτα στη μπανιέρα του και μπουρμπουλήθρες με καλαμάκια και να ταξιδεύουμε πολύ.

Λονδίνο, Άμστερνταμ, Μαδρίτη, Παρίσι, Βερολίνο και όλα αυτά μέσα σε πέντε μόνο μήνες. Τόσο κράτησε. Μην αναρωτιέστε πότε προλάβαμε να πάμε σε όλα αυτά τα μέρη και σε άλλα τόσα που δεν έγραψα.

Ήθελε να φεύγει διαρκώς. Να αναπνέει και να χάνεται το βλέμμα του σε ορίζοντες ατελείωτους. Το είχε ανάγκη μου ψιθύριζε. Εκείνος την ελευθερία κι εγώ εκείνον.

Ώρες ώρες ένιωθα σα να προσπαθούσε συνέχεια να ξεφύγει από κάποιον, από κάτι. Σα να τον παρακινούσε διαρκώς μια δύναμη- φάντασμα «Ζήσε τα όλα, πήγαινε παντού, όσο προλαβαίνεις, μη χάνεις δευτερόλεπτο…». Ταξιδιάρα ψυχή.

Εγώ εκεί μαζί του, αγκαζέ.

Ήθελα να είμαι δίπλα του διαρκώς. Πολλές φορές ένιωθα βέβαια, πως το ήθελα μόνο εγώ. Εκείνος δε μιλούσε ιδιαίτερα πολύ. Ανοιγόταν δύσκολα, πράγμα οξύμωρο για έναν άνθρωπο φαινομενικά τόσο «της παρέας» και πολυταξιδεμένο.

Με γοήτευε. Αισθανόμουν πως εγώ θα είμαι αυτή, η οποία βρίσκοντας με τον καιρό τα κουμπιά του θα τον «ξεκλείδωνα».

Πόδια λοιπόν, αυτοκίνητα, λεωφορεία, τρένα, πλοία. Όλα μέσα στο πρόγραμμα. Και αποστάσεις γεμάτες από πρώτο πληθυντικό κι ένα κρυφό φόβο για έναν ευνουχισμένο ενικό. Πάντα.

Ποτέ δε του ζήτησα ταξίδια μακρινά ωστόσο κι ας πήγαμε πολλά. Εμένα η δική μου η καρδιά πάντοτε μιλούσε αλλιώς.

Ήθελα να φεύγω μαγικά με το νου, να δημιουργώ εικόνες, ατμόσφαιρα, να παίζω με τις λέξεις και να πηγαίνω στη Τζαμάικα μέσα από τραγούδια του Bob Marley και να παρασέρνω κι εκείνον…

Τι πιο ερωτικό άλλωστε από δύο μυαλά που ταξιδεύουν παρέα;

Εμένα τα ταξίδια μου ήθελα να’ ναι χελιδόνια αντί για αεροπλάνα και απογεύματα να γράφουμε ιστορίες, να πονάμε μαζί, να αγαπιόμαστε. Διαδρομές νοητές, σχεδόν ψυχεδελικές, από αυτές που δεν καπνίζονται, παρά μόνο γεννιούνται μέσα από συναισθήματα και καρδιές ενωμένες.

Καρδιές που διψούν για έρωτα, πάθος και δέσιμο ουσιαστικό. Καρδιές που αποζητάνε σταθερό λιμάνι και βάρκες- ψυχές που δεν μπάζουν νερά, ολοκληρωμένες μέσα από την ένωσή τους.

Τέτοια ταξίδια ήθελα μαζί σου να κάνω, απ’ αυτά που δεν κάναμε ποτέ. Στο τέλος, πήγαμε κυριολεκτικά παντού και ουσιαστικά πουθενά.

Αυτός ο φόβος σου… Μη δοθείς, μη δεθείς, μην πληγωθείς και μην πληγώσεις, μην αγαπήσεις και αγαπηθείς. Αυτός ο φόβος. Μας κατέστρεψε.

Έφτιαχνες βαλίτσα και σκεφτόσουν την επόμενη διαφυγή, την ίδια στιγμή που αποζητούσα να είμαι εγώ ο τελευταίος σου σταθμός, ο πιο ερωτικός, μέσα στην ανιδιοτέλειά του αγνά μια δόση τρελός, σχεδόν μεταφυσικός.

Και τώρα εδώ στη θέση του συνοδηγού μεσάνυχτα, σε ένα αμάξι ακίνητο, μέσα σε ένα κλειστό γκαράζ περιεργάζομαι το σκονισμένο τιμόνι στα αριστερά μου. Φαίνεται πως του λείπεις. Νιώθω πως ΜΟΥ λείπεις.

Δεν τα βρήκαμε ποτέ κι αυτό με πονάει. Ίσως όμως δεν υπήρχε και νόημα κανένα. Ήμασταν δυο κόσμοι κόντρα εντελώς άλλωστε.

Κρατάω ένα Παρίσι και άλλα τόσα από εσένα σε φωτογραφίες, στιγμές και διαδρομές. Αυτές που δημιούργησαν όλες τις αποστάσεις μεταξύ μας.

Σε κρατάω εδώ, στην απουσία της παρουσίας σου και στα «ταξίδια» που δεν κάναμε ποτέ.

Συντάκτης: Μάρη Γαργαλιάνου