Περπατώντας ο καθένας στη δική του αποβάθρα, μεριμνώντας για τη δική του τύχη. Δύο παράλληλα σύμπαντα, δύο εξέδρες ξύλινες να οδηγούν τα βήματά μας. Η μια βαμμένη με μπογιά λευκή, η άλλη μαύρη. Η μια γαλήνια, ήρεμη, συζυγής σχεδόν με την αδιαφορία, η άλλη ζοφερή, καταθλιπτική, βουτηγμένη σε πόνους παρελθοντικούς.

Εγώ κι εσύ, να βαδίζουμε με σιγουριά με κατεύθυνση τον ορίζοντα, την ανατολή που ονειρευόμαστε πως κάποτε θα ‘ρθει. Έχοντας αφύσικα απαρνηθεί οτιδήποτε έχει τη δυνατότητα να εκτροχιάσει την άμεση πορεία προς τον κοινό στόχο, που κάθε άλλο παρά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι μοιραζόμαστε.

Εγώ εδώ, εσύ εκεί. Έχουμε ενστερνιστεί ο καθένας τη φορεσιά του, και ντυμένη καθώς είμαι στα λευκά, η μορφή μου φαντάζει απόκοσμη, μα και τόσο ταιριαστή, ένα πνεύμα της νυκτός να προχωράει σε μια λευκή αποβάθρα. Εσύ στα μαύρα, στη δική σου αποβάθρα, ούτε που φαίνεσαι. Έχεις γίνει ένα με το σκότος σαν να υπαγόσουν από πάντοτε σε αυτό. Σαν να το αγκάλιασες τη στιγμή που σε φυλούσε.

Καθένας μας σημαδεμένος, παρέα με την άμυνα που του φάνηκε πιο ταιριαστή όταν ο χείμαρρος των συναισθημάτων ξεκίνησε να τον παίρνει σβάρνα, και από τον ποταμό στον οποίο κυλούσε με άνεση, κατέληξε στη θάλασσα, αναγκασμένος να χτίσει τη δική του αποβάθρα, ώστε να πιαστεί. Έχουμε ταχτεί υπέρ της δύναμης που μας δίνουν οι αποβάθρες μας επί των κυμάτων και παρουσιάζουμε την ψυχρότητα που μας προσφέρουν τα οχυρά μας σαν παράσημο. Ένα κινούμενο ανέκδοτο, τόσο τραγικό όσο και κωμικό. Δύο σώματα σε κοινή τροχιά, χωρίς επίγνωση του συντονισμού τους. Ένας παράτολμος, παράλογος, παράλληλος χορός.

Και κάπως έτσι διαβαίνοντας το ίδιο το πέρασμα του χρόνου, μετά από ώρες, εβδομάδες, μέρες, χρόνια, ίσως και αιώνες, η παράλληλη παρέλαση κουράζει μέχρι και τις ίδιες μας τις αποβάθρες κι αυτές υποχωρούν ελαφρά. Και περήφανοι όπως πάντα, με τη μύτη μας να σημαδεύει τα ουράνια, ακολουθούμε, δίχως χαμπάρι να παίρνουμε τι συμβαίνει, δίχως άλλη έγνοια πέραν της αγκυροβόλησης εντός του λιμανιού της ασφαλείας μας. Βυθιζόμαστε αργά και το ίδιο αργά συνειδητοποιούμε ότι πλέον βρισκόμαστε στα ανοιχτά, μακριά ο καθένας απ’ το λιμάνι του.

Το κρύο νερό μάς ξυπνά επιτέλους και αλαφιασμένοι επιστρατεύουμε τη ματιά μας ελεγκτικά για πρώτη φορά στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ ταυτόχρονα, σκόπιμα, και με επιδίωξη την αποκορύφωση τόσο της τραγικότητας όσο και της αφύπνισης, ο ήλιος ξεκινά να ανατέλλει κάπου στον ορίζοντα.

Στο ημίφως ο ουρανός είναι ημιδιάφανης και γκριζωπός, ο ήλιος ακόμα σιωπηλός, η χαραυγή κυριαρχεί, επιδίδοντας στα πάντα μια γκρίζα χροιά. Οι αποβάθρες μας έχουν αποτραβηχτεί κάπου στα βάθη του ωκεανού και κάνουνε παρέα η μια στην άλλη, καθώς αποχρωματίζονται και λιώνουν ευδαίμονα μαζί.

Και εμείς γεμάτοι προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο, ένα αύριο ολίγον τι μαγικό που θα φωτιστεί υπό τη θελκτικότητα του έρωτα. Προς το παρόν, απλώνοντας χέρια και πόδια, συστρέφοντας κορμιά και συμπλέκοντας ματιές, καταφέρνουμε να βρεθούμε εκεί που ουρανός συναντά θάλασσα και τα πάντα είναι και λευκά, αλλά και μαύρα, καθώς όσα έγιναν παλαιότερα πυρακτώνονται μαζί με τον ήλιο. Εκεί, στις στάχτες των παλιών μας καημών, μέσα στο γκρίζο.

Κάπως έτσι, και μόνο έτσι, αφού πλαγίως περπατήσουμε ο καθένας με πείσμα στους δικούς του χρωματισμούς και τις δίκες του διασαφηνίσεις, αφού υποτροπιάσουμε και απελευθερωθούμε από τη μονοτονία που καταβάλει τα πάντα εντός του μονόχρωμου κόσμου μας, αφού στο λευκό μονοπάτι της αδιαφορίας δω το μαύρο σου να φλέγεται και να φωνάζει, και μόνον εφόσον εντός του μελανού, καταθλιπτικού, εκλιπόντος τοπίου σου δεις το λευκό μου να πάλλεται και να χορεύει, μόνο τότε καταρρίπτονται οι μονοχρωμίες μας, θέλοντας και μη.

Μόνο τότε η εντύπωση που δημιουργεί η αντίθεση δύναται να ταρακουνήσει ουρανούς και πελάγη στον βαθμό που θα σειστούν και οι ιδίες μας οι ζωές και ατάραχα θα εντυπωθούν η μια στην άλλη, δημιουργώντας ένα γκρίζο πλαίσιο. Ένα περιθώριο φαιό που θα υφίσταται αναμεσά μας και μέσα μας, μέχρι ένας από τους δυο μας να κάνει το έσχατο βήμα, να βάλει την πρώτη πινελιά. Ένα γκρίζο πλαίσιο, ένα tabula rasa, έτοιμο να ανακουφιστεί από ποικιλία χρωμάτων, από το γαλάζιο της ελπίδας, το λουλακί του ονείρου, το πορφυρό της παραφοράς, το μελιστάλαχτο χρυσαφί του έρωτα και το αστραφτερό ασημί της αγάπης.

Συντάκτης: Ξαν Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.