Σε μια ξένη πόλη, ούτε δική του ούτε δική μου εκεί τον πρωτογνώρισα. Σε νησί, για να ακριβολογούμε. Ήταν το πρώτο μου «ανεξάρτητο» καλοκαίρι, οι πρώτες ενήλικες διακοπές μου.

Ένα απ’τα πρωινά που είχα σηκωθεί αξημέρωτα και έπινα τον καφέ μου τριγυρίζοντας στα σοκάκια, τον συνάντησα. Έστριψα σε μια γωνία, ανεμίζοντας το ποτήρι μου με τα παγάκια που είχαν απομείνει, σκόνταψα, και το περιεχόμενο του ποτηριού μου έλουσε το παλικάρι που έδενε τα κορδόνια του μπροστά μου.

Με κοίταξε σαστισμένος, αλλά δε με έβρισε. Γέλασε. Και γέλασα κι εγώ. Και μετά σηκώθηκε. Μου είπε ότι το ατυχηματάκι μου του άνοιξε την όρεξη για καφέ κι αν θα ήθελα να τον κεράσω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα. Μας κέρασαν και κρουασάν κι εγώ έριξα όλη τη σοκολάτα πάνω μου. Κι έτσι ήμασταν κι οι δύο χάλια.

Μου είπε ότι μισεί το πορτοκαλί γιατί του θυμίζει τρέλα κι εγώ του είπα ότι μισώ το γκρι γιατί δεν πιστεύω στην ουδετερότητα. Δε συμπαθούσε τα πουλιά κι εγώ φοβόμουν τα σκιάχτρα. Μετά με φίλησε. Τα χείλια του είχαν γεύση από πεπόνι.

Η συνέχεια ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Η παρέα μου με ξέχασε για το υπόλοιπο των διακοπών. Γυρίσαμε το νησί με τα πόδια, χωρίς χάρτη. Κι όταν μερικές φορές έβρεχε, μέναμε χωρίς ομπρέλα. Τριγυρνούσαμε ξυπόλητοι κι όταν καιγόμασταν πολύ παριστάναμε τους αναστενάρηδες. Στο σουπερμάρκετ κάναμε τους Γάλλους και πάντα μας ζητούσαν περισσότερα λεφτά, αλλά δε θέλαμε να χαλάσουμε το παιχνίδι μας κι έτσι τους αφήναμε να μας κλέβουν λίγο και τα δίναμε. Στις ταβέρνες δεν ξέραμε ποτέ τι να παραγγείλουμε κι έτσι καταλήγαμε να τρώμε γαύρο με μπριζόλα. Λερωμένα χέρια και λαδωμένες δαχτυλιές στα πρόσωπά μας. Του υποσχέθηκα ότι εκείνες τις μέρες θα φορούσα μόνο άσπρα, γιατί ήθελα να βλέπω καθαρά τα σημάδια που άφηναν οι μέρες μας πάνω μου. Αγόρασε κι ένα πορτοκαλί πουκάμισο, να ξορκίσει το κακό.

Για μπάνιο πηγαίναμε μόνο τα βράδια. Με πετούσε στη θάλασσα και περίμενε απ’ έξω μέχρι να βεβαιωθεί ότι το νερό είναι αρκετά ζεστό για να μπει κι αυτός. Χωρίσαμε τον ουρανό για να μετρήσουμε τ’αστέρια, αλλά συνέχεια έμπαινε ο ένας στην πλευρά του άλλου κι όλο μαλώναμε και χάναμε το λογαριασμό. Αρχίσαμε να τα παρατηρούμε για να βρούμε το αγαπημένο μας, αλλά δε μας άρεσε κανένα. Κι έτσι είπαμε να φτιάξουμε ένα δικό μας. Δεν προλάβαμε. Με αγκάλιαζε στην άμμο και ξεχνούσα τον ουρανό πάνω απ’τα κεφάλια μας. Λέγαμε παραμύθια κι όταν μας τελείωσαν, φτιάξαμε δικά μας. Το ξημέρωμα μας έβρισκε να τρώμε ζεστό ψωμί, ένα κομμάτι τυρί και μια φέτα καρπούζι. Μοιραζόμασταν ένα τσιγάρο και πηγαίναμε για ύπνο. Το τελευταίο φιλί της ημέρας μύριζε αντηλιακό και τρικυμία.

Δύο μέρες πριν το τέλος των διακοπών, ανακαλύψαμε ότι είμαστε απ΄την ίδια πόλη. Δε χαρήκαμε. Δε μας ένοιαξε καν. Δεν είχαμε να ζήσουμε κάτι άλλο μαζί. Αν συνεχίζαμε, μόνο να το χαλάσουμε θα καταφέρναμε.

Αποφασίσαμε, η τελευταία μέρα στο νησί να είναι και η τελευταία μας μέρα. Περάσαμε απ’τις αγαπημένες μας γειτονιές, μύριζαν τριαντάφυλλο, κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές. Φτιάξαμε χάρτινες βαρκούλες και τις είδαμε να διαλύονται στο λιμάνι. Φάγαμε γρανίτα φράουλα και καλαμπόκι. Μαζέψαμε κοχύλια γιατί ηθελα να φτιάξω καλοκαιρινά κοσμήματα. Κοιμηθήκαμε μαζί και το πρωί χωριστήκαμε. Χωρίς δάκρυα, χωρίς κουβέντες, χωρίς φιλιά. Μόνο μια αγκαλιά κι ένα χάδι.

Στην πόλη μας τον ξαναείδα τρεις φορές. Τη μία ήταν με τη σχέση του και την άλλη ήμουν με την παρέα μου.

Την τελευταία φορά που τον είδα, φορούσα ένα γκρι φανελάκι.

Συντάκτης: Ιρρόη Καρυπίδου