Ενώ οι περισσότεροι πρωτοετείς έκαναν αμάν και πώς να γυρίσουν στην πόλη τους, μ’ εμένα δε συνέβη ποτέ το ίδιο.  Το αντίθετο μάλιστα, δεν έδειχνα να καταλαβαίνω ούτε στο ελάχιστο τη νοσταλγία για το πατρικό σπίτι, που γινόταν πιο έντονη μετά το πέρας ενός μήνα. Γιατί ένας μήνας; Είναι η περίοδος που τελειώνει το τάπερ και αρχίζουν να μαζεύονται βουνό τα άπλυτα.

Θα μου πεις, τα κατεψυγμένα και ξαναζεσταμένα ποτέ δε μου άρεσαν και πλυντήριο είχα μάθει να βάζω από μικρή, οπότε πρακτικά δε μου έλειπε κάτι. Ούτε μπορούσε να συγκριθεί η ανεξαρτησία μου με ένα πιάτο φαΐ. Μη μιλήσουμε δε και για τα καλοκαίρια, που ο κόσμος λιαζόταν στις παραλίες κι εγώ θα έκανα σάουνα στους 40 βαθμούς Κελσίου για «να με δει το σπίτι μου».

Σε αυτή την απέχθεια βέβαια, έπαιξε μεγάλο ρόλο και η νοοτροπία της αθάνατης ελληνικής επαρχίας, που σχεδόν σαδιστικά γούσταρε, –ιδίως τα προηγούμενα δέκα με είκοσι χρόνια–  να βάζει σε υποδεέστερη κατηγορία ο,τιδήποτε μη συνηθισμένο, με ιδιαίτερη συμπάθεια στα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών, στα άτομα με ειδικές δυνατότητες.

Έχοντας συνδυάσει τα κατά τα άλλα ανέμελα χρόνια της εφηβείας και της τρίτης Λυκείου με το θάνατο του μπαμπά μου, άνηκα περήφανα στην πρώτη κατηγορία. Πέρα από τη λύπη της απώλειας η οποία δε φεύγει ποτέ, παρά μόνο καταπραΰνεται στο πέρασμα του χρόνου, είχα να αντιμετωπίσω τα απανταχού επικριτικά βλέμματα ανθρώπων που ανάθεμα κι αν είχα γνωρίσει ποτέ, τα οποία με μια δόση ψεύτικης συμπόνοιας ήταν σαν να μου έλεγαν: «Αχ καημένο, τι σε βρήκε, τώρα όμως ξέχνα τη ζωή σου, γιατί πρέπει να γίνεις θυσία».

Αν έχεις βρεθεί σε παρόμοια θέση, ξέρεις πως έχεις δύο επιλογές. Να κάνεις την επανάστασή σου ή να γίνεις όντως θυσία. Αμ δε!

Το πήρα απόφαση πως σε αυτή την πόλη θα ήμουν τουρίστας από τότε και στο εξής. Χριστούγεννα, Πάσχα κι άντε και λίγες μέρες το καλοκαίρι για το καλό. Κι όχι και πολλά πολλά. Ίσα να περνάνε οι μέρες μέχρι  να ξαναφύγω, μετρώντας τες αντίστροφα, κάτι σαν τον Ισοβίτη του Αρκά.

Δε θυμάμαι πότε άρχισα να βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Μάλλον υπήρχε από καιρό μέσα μου η ιδέα, αλλά ασυναίσθητα την ακύρωνα μέχρι να το παραδεχθώ. Έφταιξε πολύ κι αυτό το καλοκαίρι που γύρισα, με χάλασαν κι οι Πορτογάλοι με το saudade τους.

Ήταν σαν να ξύπνησα ξαφνικά, βλέποντας πως ό,τι έχω σ’ αυτή την πόλη δε θα είναι για πάντα εκεί. Κάνουμε λάθη και θεωρούμε πράγματα δεδομένα. Οι άνθρωποι γερνούν, η οικογένειά σου δε θα είναι εκεί για πάντα ή  στην κατάσταση που θέλεις να τη θυμάσαι. Κοίτα λοιπόν να περνάς όσο περισσότερο ποιοτικό χρόνο μαζί τους μπορείς. Κι αυτόν το χρόνο να περιμένεις ανυπόμονα μέχρι την επόμενη φορά που θα γυρίσεις. Ο ελληνικός καφές με τη μαμά και τα ξαδέρφια στη βεράντα ακούγεται τετριμμένος, αλλά χαμογελάς στη θύμησή του στο γραφείο σου στην άλλη άκρη της Ευρώπης.

Τα ξενύχτια ή τα δωδεκάωρα τσίπουρα με φίλους επίσης. Όσο μεγαλώνεις κι αυξάνονται οι υποχρεώσεις, τόσο λιγότερες ευκαιρίες, αλλά και αντοχές έχεις να κάνεις κάτι τέτοιο. Μέχρι και τα μέρη της πόλης δε θα είναι σε λίγα χρόνια όπως τα θυμάσαι. Πέρνα όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές μπορείς. Πήγαινε μια βόλτα στο ποτάμι, σε μια καλοκαιρινή συναυλία. Δεν είναι άσχημο να φοράς παρωπίδες στο όνομα κάποιων απαρχαιωμένων σκεπτικών; Aν από μόνος σου δεν απομυθοποιήσεις τη νοοτροπία, δε θα το κάνει κανείς.

Άνοιξε τα μάτια σου κι ακόμα και στην πόλη σου θα ζήσεις πράγματα που δεν περιμένεις. Όμορφα, άσχημα, ρομαντικά, αστεία, σουρεαλιστικά. Θα εκπλαγείς που τόσον καιρό δεν τα έβλεπες, όπως κι εγώ!

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου