Σου ‘χει τύχει ποτέ να περπατάς στον δρόμο, να περνάς στο απέναντι πεζοδρόμιο, να μπαίνεις στο αστικό ή να κάθεσαι σε μια καφετέρια και να σκαλώνεις καθώς μυρίζεις κάτι γνώριμο, καθώς τα πνευμόνια σου γεμίζουν από κάτι παλιό ή αγαπημένο; Σου ‘χει συμβεί ποτέ να σταματάνε τα πάντα γύρω σου κι εσύ να ακολουθείς τα χνάρια μιας μυρωδιάς ανεξίτηλης εντός σου, να μαγεύεσαι, να κολλάς; Δεν μπορεί, έστω και μία φορά, θα το ‘χεις πάθει.

Λέγεται πως η αίσθηση της όσφρησης είναι –ίσως– η δυνατότερη απ’ όλες, παράλληλα, όμως, κι η πιο δύσκολη στο να την εξηγήσεις, να την προσεγγίσεις κι εν τέλει να την περιγράψεις. Οι ρινικοί αισθητήρες που διαθέτουμε στον οργανισμό μας είναι εκατομμύρια κι οι μυρωδιές που είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ακόμη περισσότερες. Η πιο μυστήρια ανθρώπινη αίσθηση συνδέεται με την αναπνοή και κατ’ επέκταση με τη ζωή. Αποτελεί ανάγκη απ’ όλες τις απόψεις, για κάποιους περισσότερο ενώ για κάποιους άλλους λιγότερο.

Και, ναι, ορισμένοι ανήκουμε στην κατηγορία που δε συνδέει ανθρώπους με τραγούδια, μέρη και στιγμές αλλά μυρωδιές μ’ όλα αυτά. Αρωματίζουμε, δεν ονομάζουμε! Ούτε κοιτάμε ούτε ακούμε, παρά μονάχα ενεργοποιούμε αυτήν την αίσθηση που πλησιάζει ένα τσικ παραπάνω τη μαγεία της γλυκόπικρης παράνοιας που ζούμε. Ταυτίζουμε στιγμές με μυρωδιές, θυμόμαστε το άρωμα κάποιου καλύτερα απ’ το όνομά του, αλλάζουμε μπουκαλάκια όταν κάτι (όμορφο ή άσχημο) φεύγει ή μένει, έρχεται ή παρέρχεται. Έχουμε συνειδητά αλλά κι ασυνείδητα ανεπτυγμένη την οσφρητική αίσθηση, αφού όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο όνομα ενός αρώματος που κάποιος αγαπημένος μας φοράει ή μιας μυρωδιάς που αν δεν εισέλθει μέσα μας, εμείς χανόμαστε.

Όσο περίεργα κι αν χτυπάει, έχει σημασία να γοητευτούμε απ’ τη μυρωδιά κάποιου, να μαγκώσουμε στην κίνηση της αγκαλιάς –φτάνοντας αναπόφευκτα κοντά στον λαιμό του άλλου– και να ξεστομίσουμε αυθόρμητα «Τι ωραίο άρωμα!». Το θεωρούμε τεράστιο κομπλιμέντο –ίσως το καλύτερο– και το χρησιμοποιούμε εκεί που πρέπει, εκεί που ξέρουμε πως θα εκτιμηθεί και δε θα περάσει χωρίς καν να ακουμπήσει. Το λέμε για να μείνει στον άλλον, για να αγγίξει αληθινά, κι ας εκτεθούμε, κι ας δείξουμε τη συμπάθεια ή την αρέσκειά μας ανοιχτά, δίχως άμυνες και μούφα κρυψώνες. Μισογελώντας, προσφέρουμε το κομπλιμέντο που για μας αξίζει όσο κανένα.

Άφθονες φιλοφρονήσεις, πεζές, ρηχές, αδιάφορες ή ουσιαστικές. Η μυρωδιά, όμως, ανήκει στην κατηγορία των σπανίων, κι ας μην έχει για όλους την ίδια δυναμική, αφού δεν καταλαβαίνουν πολλοί πώς την εννοούμε και τι είδους θέση της δίνουμε. Δεν το κάνουμε επίτηδες, είναι μέσα μας. Μεγάλο συν να πλησιάζει το άρωμα ενός ανθρώπου το δικό μας ιδανικό. Και, φυσικά, ένα μίνι σοκ το παθαίνουμε όταν πάρουμε το αντίστοιχο κομπλιμέντο, όταν σχολιαστεί θετικά η δική μας μυρωδάτη συνταγή, μόνιμη ή περιστασιακή -ανάλογα με τη φάση που βιώνουμε.

Ωραία τα σχόλια περί θαυμασμού, ιδιαίτερου μυαλού, όμορφης εμφάνισης –πετυχημένα ή όχι– αλλά, μωρέ, σαν αυτό το είδος κολακείας δεν έχει. Αισθανόμαστε πως μιλάμε την ίδια γλώσσα με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι ή δίπλα μας, πως ακόμα κι αν μπερδευτούμε κάπου ανάμεσα στις λέξεις, θα το βρούμε αλλιώς, μ’ έναν διαφορετικό κι ιδιαίτερο τρόπο που θα βασίζεται σ’ αυτήν την αίσθηση. Πόσο όμορφο να σε καταλαβαίνουν απ’ τη μυρωδιά σου, να σε νιώθουν όταν πλησιάζεις χωρίς να σε δουν, να σε σχηματίζουν στο μυαλό τους απ’ τη θύμηση του αρώματός σου που διαχέεται στον χώρο! Υπέροχο;

Για μας τους τρελούς, τις περιπτωσάρες, που παρ’ όλες τις πτώσεις, τις διαρκείς απογοητεύσεις και τις ανώμαλες προσγειώσεις επιμένουμε σ’ έναν κόσμο λίγο πιο γλυκό, το καλύτερο κομπλιμέντο αφορά τη μυρωδιά μας. «Μοσχοβολάς!», και λυγίζουμε, και σπάμε, και λιώνουμε.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη