Τα εγκλήματα μαζικής κτηνωδίας είχαν ανέκαθεν τις ρίζες τους στις διακρίσεις βάσει φυλής, εθνότητας, θρησκείας. Πρόκειται, δηλαδή, για πράξεις με κακή πρόθεση και αρνητική διάθεση χωρίς κανένα βάσιμο επιχείρημα έναντι των μελών μίας οποιασδήποτε ομάδας με μόνο κριτήριο το ότι γεννήθηκαν σε αυτή ή αποτελούν μέρος της. Το παράδειγμα της λευκής φυλής και τα τεράστια εγκλήματα που έγιναν με το πρόσχημα της υπεροχής της είναι μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας κι ακόμη παλεύουμε για να σβήσει.

Κάνοντας βήματα προς έναν πιο σύγχρονο κόσμο με ό,τι συνεπάγεται αυτό, ο απροκάλυπτος ρατσισμός με τα χυδαία σχόλια, την εξύβριση και τους κατατρεγμούς μπορεί να εντοπίζεται δυσκολότερα -ειδικά στον Δυτικό κόσμο- καθώς συγκαλύπτεται καλύτερα, όμως, δε σημαίνει ότι έχει εκλείψει το φαινόμενο και οι προεκτάσεις του. Κάθε άλλο, απλώς εμφανίζεται διαφορετικά, ελάχιστα πιο διακριτικά, με μία νέα μορφή ώστε να ταιριάζει στα σημερινά δεδομένα. Ο μοντέρνος ρατσισμός δε δέχεται ότι υπάρχουν διακρίσεις ούτε κάποια βαθιά ριζωμένη αντιπάθεια ή προκατάληψη προς ορισμένες φυλές ή ομάδες, στο όνομα των σύγχρονων ηθικών αξιών που μάς θέλουν καλούς και συμπονετικούς ανθρώπους, αλτρουιστές και ανιδιοτελείς ηθοποιούς.

Ο ηλικιακός ρατσισμός, ο ρατσισμός αναφορικά με το σεξουαλικό προσανατολισμό ή για λόγους σωματικής και νοητικής αναπηρίας έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της νομοθεσίας που τιμωρεί και περιορίζει κυρίως τις ακραίες εκδηλώσεις προκατάληψης, ωστόσο όχι όσο θα χρειαζόταν για να πούμε ότι όντως έχει αποτέλεσμα. Το ειρωνικό είναι πως η ρατσιστική συμπεριφορά όταν εκφράζεται ύπουλα και ανεπαίσθητα περνά δικαίως απαρατήρητη, δεν παύει όμως να έχει τρυπώσει στη γλώσσα, στη ράτσα, στη συνείδηση.

Η ντροπή μεγαλώνει, η θλίψη δυναμώνει, η αίσθηση ανεπάρκειας γίνεται ένα με τη νοοτροπία του κοινωνικού στίγματος που υφίστανται οι αποδέκτες. Το στίγμα δεν κρύβεται, το δέρμα δεν καλύπτεται, το φύλο δεν τροποποιείται προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν οι στερεοτυπικές συμπεριφορές που περνούν ανά τη γενιά με συμβόλαιο κληρονομιάς. Η αυτοεκτίμηση ρημάζεται κι ίσως όχι τη στιγμή ακριβώς που δέχεται την «επίθεση», αφού ευτυχώς οι μηχανισμοί εσωτερικής άμυνας και προστασίας -ακόμα κι ασυνείδητα κάποιες φορές- ενεργοποιούνται αυτόματα όταν πληγώνονται από τις ωμές προσβολές κάθε είδους. Ωστόσο, οι διακρίσεις καταστρέφουν την ψυχοσύνθεση σε βάθος χρόνου -ειδικά όταν είναι μακροπρόθεσμες και δίχως σταματημό-, εγκλωβίζοντας τα άτομα σε μία θέση και μία αναγκαστική αυτό-εικόνα που είναι πολύ δύσκολο να ξεφορτωθούν μετέπειτα όσο κι αν μεγαλώσουν, όσο κι αν ταξιδέψουν, όσο κι αν ανεξαρτητοποιηθούν.

Πόσο μεγάλη αδικία αποτελεί, άραγε, η διάκριση που θέλει με το ζόρι να σε γδύσει και να σου ξεσκίσει το δέρμα, να σου κάνει λοβοτομή και να σε πλάσει από την αρχή; Για πόσο ακόμη θα δημιουργούνται κόσμοι που θέλουν να σού πιουν το αίμα αλλά όχι να το αναμείξουν με το δικό τους για να μην αμαυρωθεί; Πόσο γλοιώδης η κίνηση της χειραψίας και το χαμόγελο της προσποιητής αποδοχής με χιλιάδες πισώπλατα κίνητρα στο βωμό μιας απελευθερωμένης κι ανοιχτόμυαλης κοινωνίας;

Δεν το αγαπήσαμε ποτέ το διαφορετικό, προσποιηθήκαμε πολύ σωστά πως δε μας ενοχλεί που υπάρχει. Αγνοήσαμε, όμως, πως αν τα θεμέλια είναι προβληματικά και χρήζουν επιδιόρθωσης, τότε τίποτα πάνω σε αυτά δε στεριώνει ούτε στον 21ο αιώνα ούτε σε κανέναν.

«Το μόνο αιώνιο ρούχο μας είναι το πετσί μας. Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο, άσπρο ή μελαψό. Ντρέπομαι για κείνους που το χωρίζουν σε μαύρο, άσπρο και μελαψό». Μενέλαος Λουντέμης

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου