Όμορφα τα όνειρα. Σε παρασύρουν στη γλυκιά ζάλη της περιπέτειας και χάνεσαι σ’ έναν κόσμο χωρίς έγνοιες. Όλα όσα λαχταράς γίνονται μια εύθραυστη πραγματικότητα πάνω στο μαξιλάρι σου. Εσείς οι δύο, χαμογελαστοί, βυθισμένοι ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Εσείς οι δύο μαζί. Και τίποτα δεν έχει πλέον σημασία.

Μέχρι που το χαστούκι της πραγματικότητας σε επαναφέρει στο παρόν. Στο παρόν και σε ένα κρεβάτι άδειο. Μπορείς σχεδόν να αγγίξεις τη μοναξιά, τόσο ζωντανή σε κάθε γωνιά του αποπνικτικού δωματίου. Εξαφανίστηκαν τα χρώματα του ονείρου και άφησαν πίσω ένα σκοτάδι αδιαπέραστο. Αρπάζεις το κινητό σου ζαλισμένος ακόμα από εκείνη την ουτοπία του υποσυνείδητου. Κανένα μήνυμα. Αναμενόμενο, αλλά και πάλι απογοητεύεσαι. Κι ας το ξέρεις πριν καν φωτιστεί η οθόνη.

Τα πρωινά κινείσαι αργά. Σαν να φοβάσαι να διώξεις την αίσθηση του ονείρου. Χαμογελάς φτιάχνοντας καφέ, χαμογελάς στο δρόμο για τη ρουτίνα της Δευτέρας. Είναι ακόμη νωρίς για τον άχαρο κόσμο, εσύ προτιμάς τα πολύχρωμα όνειρα. Τα μεσημέρια η επίπλαστη ευτυχία καταλαγιάζει. Επιστρέφεις στην πραγματικότητα, αργά αλλά το ίδιο επώδυνα. Τα χρώματα ξεθωριάζουν, η απογοήτευση παραμονεύει. Τα απογεύματα παρασύρεσαι μέχρι να βραδιάσει. Ψάχνεις σημάδια, αναλύεις στιγμές στο μυαλό σου, άλλοτε γελάς με ικανοποίηση, άλλοτε νιώθεις όλο το βάρος του κόσμου να συνθλίβει τα πνευμόνια σου.

Οι νύχτες πριν κοιμηθείς είναι οι πιο περίεργες. Οι στιγμές λίγο πριν τα μάτια σου κλείσουν μοιάζουν μετέωρες στο χρόνο. Θες να τις προσπεράσεις βιαστικά, να κοιμηθείς και να σας ονειρευτείς μαζί. Αλλά δεν κυλάει γρήγορα ο χρόνος. Ίσα-ίσα. Παγώνει ανάμεσα σε αμφιβολίες και παραπλανητικά στοιχεία. Μήπως κάνω λάθος; Μήπως όλα είναι στο μυαλό μου; Δεν έχουν σταματημό τα ερωτήματα που σκαλώνουν την ανάσα στο λαιμό σου.

Παίζεις τις στιγμές σας ξανά και ξανά στο κεφάλι σου, σαν δίσκος που κόλλησε στη βελόνα του πικάπ. Βλέπεις την κάθε λεπτομέρεια με απόλυτη διαύγεια. Σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω και να σας παρατηρείς ως τρίτο πρόσωπο να περπατάτε ανέμελοι σε πολύβουες γειτονιές. Επαναλαμβάνεις ψιθυριστά τους διαλόγους. Η μνήμη αλλοίωσε κάποιες λέξεις, προς μεγάλη σου απογοήτευση, ωστόσο τα περισσότερα λόγια αντηχούν καθαρά. Σε αυτό το σημείο συνήθως παίρνει η ελπίδα τα ηνία. Αυτό είναι σίγουρα υπονοούμενο. Εκείνο είναι κομπλιμέντο. Μήπως φοβάται απλά να παραδεχτεί το πώς αισθάνεται; Μα γιατί δεν κάνει κίνηση; Αφού κάτι συμβαίνει μεταξύ μας, αυτό είναι ολοφάνερo.

Κρατάς μυστικό; Όλοι έχουμε ανάγκη να νιώθουμε ότι κάτι συμβαίνει, ειδικά όταν δε συμβαίνει τίποτα. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως έχουμε πλήρη επίγνωση του πόσο πληγώνουμε τον εαυτό μας κυνηγώντας ουράνια τόξα. Βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Τα σενάρια που πλάθουμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν πύργο από τραπουλόχαρτα. Μ’ ένα απαλό φύσημα διαλύονται κι ό,τι μένει πίσω δε χαρίζεται.

Είναι ύπουλος αντίπαλος η σκέψη. Έρχεται στιγμές απροειδοποίητες, εκεί που παλεύεις να συνηθίσεις στην ιδέα του ότι όλα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας σου. Μετατρέπεται σε καμουφλαρισμένη ελπίδα, όταν ένα ακόμη παραπλανητικό σημάδι σε παρασύρει σε αυτόν το φαύλο κύκλο της αμφιβολίας και της απόγνωσης. Θες να μάθεις κάτι τελευταίο; Όταν έρθει πραγματικά η στιγμή σου, δε θα υπάρχει χρόνος για αμφιβολίες και μπερδεμένες σκέψεις. Δε θα έχεις πια ανάγκη να νιώθεις ότι κάτι συμβαίνει. Θα ξέρεις με απόλυτη βεβαιότητα ότι συμβαίνει.

Συντάκτης: Χρύσα Παναγοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου