«Ταιριάξανε,  συβάσανε

Νου και καρδιά αντάμα,

Δύο δεκαπεντασύλλαβοι

Να γίνουν μαντινάδα

 

Πολλοί ρωτούν να μάθουνε

Ίντα ‘ναι οι μαντινάδες,

Να λες βιβλίο ολόκληρο

Μόνο με δύο αράδες.»

 

Η μαντινάδα συναντάται στην Κρήτη περίπου τον 15ο αιώνα, την περίοδο της Ενετοκρατίας. Από την επιρροή που δέχτηκαν οι Κρητικοί την περίοδο εκείνη, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν όλο και πιο συχνά την ομοιοκαταληξία. Έτσι μία μαντινάδα, αποτελείται από δύο δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους με ολοκληρωμένο νόημα και συνάμα, μαντεύει κάτι. Μαντάτο στην κρητική διάλεκτο, σημαίνει το μήνυμα, η είδηση, η απόκριση. Χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα λαϊκής δημιουργίας, χρησιμοποιώντας ως κύριο στοιχείο την τοπική διάλεκτο. Αποτελεί πλέον κύρια συνήθεια, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων να στέλνουν ο ένας στον άλλον διάφορα μηνύματα, εκφράζοντας έτσι ποιητικά τα συναισθήματά τους. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας και κατάθεση ψυχής, με πληθώρα διαφορετικών θεμάτων. Αντανακλούν τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του λαού.

Η θεματολογία τους ποικίλει ανάλογα με το νόημα που θέλει να αποδοθεί αντλώντας το από τη συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση της στιγμής. Πάσης φύσεως θέματα για τη γέννηση, τη ζωή, τον χαμό, την καθημερινότητα. Την αγάπη, τον έρωτα, τον σεβντά, τη μοναξιά, τα όνειρα, τη φιλία και την παρέα. Ακόμα και για τις αστείες στιγμές που προκύπτουν στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα από τις μαντινάδες δίνουμε ευχές, συμβουλές, ίσως με τον πιο μελωδικό και κολακευτικό τρόπο.

Είναι μια από τις συνηθισμένες μορφές κρητικής ποίησης και η μετρική βάση της κρητικής μουσικής, ενώ μέσα από αυτό εκτελούνται και οι κρητικοί χοροί. Πολλοί από τους χορούς όπως ο Πεντοζάλης, ο Πηδηχτός, ο Μαλεβιζιώτης, ο Συρτός Χανιώτικος, η Σούστα εμπεριέχουν μαντινάδες. Η Σούστα που αποτελεί τον πιο ερωτικό χορό της Κρήτης, χορεύεται από ένα ζευγάρι, είναι και ο πιο άμεσος τρόπος να δείξεις στο ταίρι σου τα αισθήματά σου αφιερώνοντάς του, τις μαντινάδες και χορεύοντας οι δυο σας.

Αυτή τη χάρη έχει η μουσική. Να μπορείς να εκφράσεις τον έρωτά σου μέσα από τις μαντινάδες. Είναι ένας τρόπος που περικλείει απλότητα, κομψότητα κι ολοκληρωμένο νόημα μέσα από απλές λέξεις. Και για τους Κρητικούς είναι επίσημο χαρακτηριστικό, να εκφράζονται και να διεκδικούν τον άνθρωπο που θέλουν βομβαρδίζοντάς τον με μαντινάδες. Να βγάζουν τη σκέψη τους, τα «θέλω» τους, τον θαυμασμό τους. Να το λένε και να το εννοούν. Μπορεί να φαίνεται περίεργο σε πολλούς ανθρώπους αυτός ο τρόπος έκφρασης μα για τους Κρητικούς έχει βαθύτερο νόημα. Οι ερωτικές μαντινάδες κρύβουν μέσα τους ψυχή και την ανάγκη του ανθρώπου να μιλήσει για όσα κρύβονται μέσα του. Είναι τεκμήριο συναισθημάτων. Η αγάπη, ο πόνος και η αλήθεια που θες να μοιραστείς.

Έχουν δημιουργηθεί άπειρες μαντινάδες που μιλάνε για τον έρωτα και την αγάπη. Ταιριάζουν σε όλους και σε όλες τις περιπτώσεις, διότι αυτά που νιώθει η καρδιά βρίσκουν τρόπο να βγουν στην επιφάνεια. Η εξωτερίκευση της ψυχικής υπόστασης παίρνει σάρκα και οστά. Το Σ’ αγαπώ γίνεται οντότητα. Και πόσο ρομαντικό είναι να γνωρίζεις πως υπάρχει μία μαντινάδα που έχει δημιουργηθεί για εσένα και το ταίρι σου; Μια που να μιλάει για εσάς τους δύο και να επεξηγεί με τόσο απλό τρόπο όλα αυτά που σας δένουν. Στην Κρήτη αυτό είναι μια συνήθεια που κρατάει χρόνια, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μέσα στους αιώνες.

Ένας λόγος παραπάνω που η Κρήτη είναι τόσο ξεχωριστή κι αγαπητή. Γιατί πέρα από τις πανέμορφες τοποθεσίες της, έχει και πανέμορφους ανθρώπους. Ανθρώπους που το βαστάει η ψυχή τους. Ανθρώπους που η ειλικρίνεια των συναισθημάτων τους είναι εμφανής. Γιατί όταν αγαπάς, το δείχνεις κι όταν πονάς το τραγουδάς.

 

 

«Ποιος τόπος είναι πιο κρυφός

Από το νου τ’ανθρώπου,

Που σ’έβαλα μα φαίνεσαι

Στην όψη του προσώπου

 

Φωθιά με καίει και πονώ,

Θεέ μου ίντα φωθιά ‘ναι,

Αφού δε σβήνει με νερό

Τσ’ αγάπης πρέπει να’ ναι

 

Ρίξε μου το μαντήλι σου,

Στο δρόμο μου περνώντας

Και πες μου εσύ πως μ’ αγαπάς

Μην προδοθώ ρωτώντας.

 

Όπου αγαπά γνωρίζεται

Από την πορπατηξιά του,

Ομπρός και οπίσω του κοιτά

Να βρει την πεθυμιά του.»

Συντάκτης: Χαρά Νταμουράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου