Αγαπητέ μπαμπά, αγαπητή μαμά,

Αρχικά, θέλω να σας διευκρινίσω πως οι τίτλοι στην αρχή ήρθαν με τυχαία σειρά. Δεν είναι ούτε θέμα συμπάθειας –άλλωστε, συμπάθεια ιδιαίτερη δεν έχω για κανέναν σας– ούτε μοίρασμα ευθύνης. Αφού, έτσι κι αλλιώς, το ποσοστό ευθύνης του καθενός μού είναι παντελώς αδιάφορο. Επίσης θέλω να με συγχωρέσετε για το α’ ενικό. Δεν είναι θέμα προσωπικό, καμία επίθεση. Ίσως λίγη δραματοποίηση, σε μια προσπάθεια ταύτισης κι ευαισθητοποίησης. Μπορείτε απλά να ενταχθείτε ως ένας άγνωστος Χ κι ένας άγνωστος Ψ, στη θεωρία μου «αν δεν έχεις να δώσεις, μην προσπαθήσεις».

Θυμάμαι, ποτέ δεν ήμουν αρκετά καλή. Βασικά, τι σημαίνει «καλή»; Για να ‘σαι κάλος σε κάτι πρέπει κάποιος να πιστέψει σε ‘σένα. Ποτέ δεν πιστέψατε, λοιπόν, σε εμένα. Ποτέ δεν πιστέψατε πως ίσως είμαι ένα ιδιαίτερο παιδί. Ποτέ δεν πιστέψατε, πως ίσως είμαι ένα πολύ έξυπνο παιδί. Ποτέ δεν πιστέψατε πως έχω στόχους. Είχατε, βλέπετε, ένα δικό σας ιδανικό πρότυπο στο μυαλό σας, πάνω στο οποίο αν δε βάδιζα πιστά, δεν ήμουν αρκετά καλή.

Οπότε, αν είστε γεμάτοι κόμπλεξ, αν δεν μπορείτε να ξεπεράσετε τα πρότυπα της τάχα ευτυχίας, την ιδέα του ότι αν ένα παιδί δε γίνει γιατρός δεν είναι πετυχημένο, πως αν απολαμβάνει τις βραδινές βόλτες περισσότερο απ’ τις πρωινές είναι αλητάκι και πως αν αγαπά τη μοναξιά του είναι παράξενο, δεν είστε έτοιμοι να γίνετε γονείς. Ξεπεράστε τα δισεκατομμύρια κόμπλεξ σας, κι ίσως, ύστερα, έχετε το δικαίωμα, μονάχα στη σκέψη.

Αγαπητοί μου γονείς, ποτέ δε με πιστέψατε. Δε με πιστέψατε όταν σας είπα πως ήμουν με αυτή τη φίλη μου όλο το βράδυ, γιατί δεν ήταν καλά. Δε με πιστέψατε όταν σας είπα πως αυτό το παιδί στο δημοτικό μού φέρθηκε βίαια. Δε με πιστέψατε όταν σας είπα πως, όντως, δεν πήρα εγώ αυτό το χαζό πράγμα της αδερφής μου. Δε με πιστέψατε όταν σας είπα πως αυτός ο καθηγητής με κοίταξε περίεργα, σεξουαλικά. Κι έτσι σταμάτησα να σας μιλάω. Κι έτσι σταμάτησα να σας κρατάω κοντά μου.

Και ξεκινήσατε να μου λέτε πράγματα όπως «σε νοιάζει μόνο η πάρτη σου» και «δε μας μιλάς». Ποτέ, όμως, δε αναρωτηθήκατε γιατί. Γιατί έφυγα; Γιατί σταμάτησα να σας μιλώ; Γιατί σταματήσατε να ξέρετε το οτιδήποτε για ‘μένα. Σταματήσατε να ξέρετε ποιοι είναι οι φίλοι μου, ποια τα χόμπι μου, ποιες οι ανασφάλειές μου. Αδιαφορήσατε για τις παραξενιές μου και τις αδυναμίες μου. Έτσι κι αλλιώς, αν σας τα έλεγα, θα τα πιστεύατε;

Αγαπητοί μου γονείς, δε μου δώσατε φτερά. Αντιθέτως με κάνατε να πιστεύω στα ανεκπλήρωτα όνειρα περισσότερο από οτιδήποτε. Μου ψαλιδίσατε κάθε σπιθαμή τρέλας κι ελπίδας από μωρό. Με πατήσατε, για άλλη μια φορά, με τους δικούς σας φόβους. Βλέπεις, μαμά, μια γυναίκα, δεν μπορεί να γίνει πετυχημένη επιστήμονας. Βλέπεις, μπαμπά, μια γυναίκα δεν μπορεί να ‘ναι πιο έξυπνη από έναν άντρα. Και στην προσπάθειά μου να σας αποδείξω πως είχατε άδικο, έχασα την μπάλα. Κι όχι οποιαδήποτε μπάλα, αυτή τη χρυσή, την αγνή, τη μαγική μπάλα της πορείας της ζωής μου, που θα έπρεπε να ακολουθεί την καρδιά μου κι όχι την αντίδραση απέναντί σας.

Για να σας δείξω πως μπορώ, κυνήγησα την ανεξαρτησία από μικρή. Έφτασα να δουλεύω άπειρες ώρες, να σπουδάζω και να διαβάζω ακόμα περισσότερες, σαν μπίλια να τρέχω απ’ τη μια αγγαρεία στην άλλη. Χωρίς νόημα, χωρίς να γεμίζω, χωρίς να τα ‘χω διαλέξει εγώ όλα αυτά, μόνο για να σας αποδείξω ότι μπορώ. Στην προσπάθειά μου, βλέπετε, να σας γεμίσω, με άδειασα.

Αγαπητή, μαμά. Συγγνώμη για την επίθεση. Κι αυτός ο επιτηδευμένος τσαμπουκάς πάλι ένα δείγμα κόμπλεξ είναι, που εσείς μου έχετε περάσει. Γιατί αν δεν είχα μεγαλώσει σε μια πατριαρχική οικογένεια, που βλέπει τον πατέρα σαν ένα ηγέτη που απλά βοηθά στην επιβίωση, ίσως ν’ αναζητούσα και την πατρική στοργή.

Δε θυμάμαι την τελευταία φορά που με αγκάλιασες, να σου εξομολογηθώ. Με αγαπούσες με τρόπο τόσο μισό, που μόνο ειρωνικά μπορώ να χαρακτηρίσω πλέον τα λόγια σου. «Πρόσεχε ποιον βάζεις στη ζωή σου.» «Πρόσεχε, δε σε αγαπά, θα σε πληγώσει, σε θέλει μόνο για ικανοποίηση.» Κι εννοείται πως είχες δίκιο. Επειδή εγώ η ίδια έμαθα να συμβιβάζομαι με μισά. Γιατί αυτά έμαθα να δέχομαι από μικρή. Έτσι με έμαθες να με πουλάω. Βλέπεις, αν με είχες μάθει στα πολλά από μικρή, δε θα είχα συμβιβαστεί ποτέ με αυτά τα λίγα. Δε θα έκλαιγα τώρα για μισές αγάπες κι άδειες φιλίες, δεν θα τις είχα δεχτεί απ’ την αρχή.

Οπότε, αγαπητοί μελλοντικοί γονείς, αν δεν έχετε να δώσετε, μη σκεφτείτε να καλύψετε τα κενά της σχέσης σας με ένα παιδί. Προχωρήστε και ψάξτε αλλού για γέμισμα. Αγαπητοί μου γονείς, όπως βλέπετε, τα κόμπλεξ υπάρχουν. Εμείς τα φυτεύουμε στα παιδιά μας. Πολύ πριν γίνουν ενήλικες κι ανεξάρτητοι πολίτες. Όποτε πριν γίνουμε γονείς, ας γίνουμε πρώτα άνθρωποι ολοκληρωμένοι.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη